του Παναγιώτη Γαβάνα
7. ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΤΣΑΚΙΣΜΑ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
Πως θα μπορούσε να τελεστεί το τσάκισμα του αστικού κράτους;
Κατ΄ αρχή, το πώς θα διαμορφωθεί συγκεκριμένα το προτσές της μετάβασης προς το σοσιαλισμό, αυτό θα εξαρτηθεί κυρίως:
- Από τη δύναμη της εργατικής τάξης.
- Από τη σταθερότητα των συμμαχιών της με τα μεσαία στρώματα.
- Από τη δύναμη του μαρξιστικού επαναστατικού κόμματος.
- Από τις μορφές αντίστασης της αστικής τάξης και του πολιτικού της προσωπικού.
Με την έννοια προτσές μετάβασης ή μεταβατικός δρόμος προς το σοσιαλισμό, εννοούμε μια περίοδο ριζοσπαστικών αλλαγών, όπου η εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της θα έχουν μια τέτοια δύναμη, εξωκοινοβουλευτική και κοινοβουλευτική, που θα είναι ικανές να σχηματίσουν μια κυβέρνηση συμμαχίας, Λαϊκού Μετώπου (ή ΑΑΔΜ). Η κυβέρνηση αυτή –λαμβάνοντας υπόψη την πείρα της ιστορίας και υποστηριζόμενη από τη δημοκρατική λαϊκή νομιμότητα- τα πρώτα μέτρα που οφείλει να πάρει, και που αφορούν στο τσάκισμα του αστικού κράτους είναι:
Πρώτο. Αντικατάσταση της ηγεσίας των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας με αξιωματικούς που να διάκεινται ευνοϊκά απέναντι στη νέα εξουσία. Το πρώτο διάστημα μια πλήρης αντικατάσταση σε όλα τα κλιμάκια του στρατού είναι αδύνατη, εξαιτίας τού ότι απαιτείται χρόνος για την εκπαίδευση του προσωπικού.
Δεύτερο. Δημιουργία λαϊκής ένοπλης πολιτοφυλακής, η οποία, ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια, θα αποτελέσει, κατά κάποιο τρόπο, το αναγκαίο αντίβαρο, έως ότου εδραιωθεί πλήρως η νέα εξουσία.
Τρίτο. Σημαντικές θα πρέπει να είναι οι αλλαγές στην αστυνομία και το δικαστικό σύστημα με άμεση απομάκρυνση όλων των ακροδεξιών/νεοφασιστικών δυνάμεων και απαγόρευση της καταστολής των εργατικών λαϊκών κινητοποιήσεων.
Στη πορεία μιας τέτοιας εξέλιξης θα δημιουργείται από την εργατική τάξη και τους συμμάχους της η αντιιμπεριαλιστική αντιμονοπωλιακή «κρατική εξουσία». Πρόκειται για ένα κράτος σε μετάβαση προς το σοσιαλισμό και όχι για μια παγιωμένη κατάσταση. Μ΄ αυτή την έννοια δεν αποτελεί έκφραση κάποιου «ενδιάμεσου σταδίου» προς το σοσιαλισμό, γιατί τέτοιο στάδιο δεν μπορεί να υπάρξει!
Παρακάτω. Ο Λένιν στο έργο του «Θα κατακτήσουν οι μπολσεβίκοι την εξουσία;», σημειώνει ότι δεν υπάρχει μόνο ο κατασταλτικός μηχανισμός του αστικού κράτους, ο οποίος πρέπει να τσακιστεί, αλλά και ο μηχανισμός εκείνος που διευθύνει τα κοινονικο-οικονομικά προτσές. Ο μηχανισμός αυτός κατά τον Λένιν δεν θα τσακιστεί, αλλά θα τεθεί κάτω από τον έλεγχο της εργατικής τάξης. Το παραπάνω ισχύει και για τις σημερινές συνθήκες. Επειδή αυξήθηκε η σημασία του μηχανισμού της οικονομικής διεύθυνσης και ρύθμισης, της επιστήμης και της έρευνας, ενώ η εκπαίδευση σαν τμήμα του κρατικού μηχανισμού απέκτησε σήμερα ιδιαίτερη βαρύτητα. Παράλληλα, σε τομείς του κρατικού μηχανισμού –με τη διεύρυνση των καθηκόντων τους, αλλά και με την αλλαγή στην κοινωνική σύνθεση των δημόσιων και ιδιωτικών υπαλλήλων που έλαβε χώρα τις τελευταίες δεκαετίες- έχουμε μια αύξηση των αντιφάσεων, όπως και των δυνατοτήτων, οι οποίες δεν πρέπει να υποτιμηθούν, αλλά να αξιοποιηθούν για μια δημοκρατική επιρροή σε όλους εκείνους που ανήκουν σ΄ αυτόν το μηχανισμό.
Έναν άλλο τρόπο τσακίσματος του αστικού κράτους δεν διακρίνουμε προς το παρόν στον ορίζοντα.
***
Ειρηνικός ή ένοπλος δρόμος;
Αναφορικά με το παραπάνω ζήτημα, στην επιλογή μεταξύ ειρηνικού και ένοπλου δρόμου, προβάλλεται συχνά από κάποια τμήματα της αριστεράς ο ένοπλος δρόμος, και μάλιστα σαν ο μοναδικά εφικτός. Κατά κανόνα, οι οπαδοί του ένοπλου δρόμου, εντοπίζονται σε εκείνους που προσπαθούν να παρακάμψουν το μεταβατικό προτσές προς το σοσιαλισμό. Είναι ανάγκη λοιπόν να σταθούμε σε κάποια ζητήματα.
Κατ΄ αρχή, αν μελετήσουμε την μέχρι τώρα ιστορική πείρα, η προσέγγιση στη σοσιαλιστική επανάσταση επέτυχε –κυρίως- στις παρακάτω δυό πρώτες περιπτώσεις:
Πρώτο. Δημιουργία αντάρτικου, το οποίο σταδιακά πήρε και τη μορφή τακτικού στρατού. Εδώ έχουμε για παράδειγμα την περίπτωση της Κούβας. Η επιτυχία όμως αυτού του εγχειρήματος οφειλόταν, πέρα από την ικανότητα καθοδήγησης και τη μαζική υποστήριξή του εκ μέρους της αγροτιάς, στις ιδιόμορφες εδαφικές-μορφολογικές συνθήκες (πυκνά δάση), στον διεφθαρμένο στρατό του Μπατίστα, καθώς και στο ότι ο οπλισμός του αντιπάλου δεν ήταν ιδιαίτερα αναπτυγμένος όπως σήμερα. Η περίπτωση αυτή για τη χώρα μας δεν ενδείκνυται, εξαιτίας και μόνο της σημερινής συγκρότησης του τακτικού στρατού και του σύγχρονου οπλισμού που αυτός φέρει. Που σημαίνει πολύ απλά, ότι η παραμικρή απόπειρα δημιουργίας (κατ΄ αρχή) αντάρτικου θα πνιγεί στη γέννησή της.
Δεύτερο. Η περίπτωση των Λαϊκών Δημοκρατιών. Στις χώρες αυτές κατόρθωσε να εδραιωθεί η νέα εξουσία κυρίως για δυό λόγους Ο πρώτος λόγος σχετίζεται με τη δημιουργία στην αρχή αντάρτικου, με σκοπό το τσάκισμα των φασιστικών ένοπλων οργανώσεων κατά τη διάρκεια της φασιστικής κυριαρχίας, που μετά πήρε επίσης και τη μορφή τακτικού στρατού (όχι όμως σε όλες τις χώρες). Μετά την ήττα του φασισμού, ο αστικός κρατικός μηχανισμός ήταν ήδη αποδιοργανωμένος, έτσι που τα κινήματα της Εθνικής Αντίστασης, με την πλατιά υποστήριξη του πληθυσμού, κατόρθωσαν να επικρατήσουν. Σε αυτό το προτσές τα τότε κομμουνιστικά κόμματα είχαν μαζική επιρροή, την οποία απέκτησαν κατά την περίοδο της φασιστικής κυριαρχίας. Ο δεύτερος λόγος σχετίζεται με το ότι ο Κόκκινος Στρατός αποτέλεσε σημαντική εγγύηση για τα κινήματα αυτά να θέσουν σε εφαρμογή τα μεταβατικά τους αιτήματα (αστικοδημοκρατικού και αντιφασιστικού χαρακτήρα), ενώ μέσα σε λίγα χρόνια ιδρύθηκε το Συμβούλιο Οικονομικής Αλληλοβοήθειας (25.01.1949) και το Σύμφωνο της Βαρσοβίας (14.05.1955) σαν αντίβαρο απέναντι στο ΝΑΤΟ, έτσι που η πορεία αυτών των κρατών μπήκε σε μια σταθερή τροχιά. Είναι προφανές, ότι και αυτή η περίπτωση για τη χώρα μας εκπίπτει, αφενός λόγω της κατάρρευσης του «υπαρκτού σοσιαλισμού», αφετέρου εξαιτίας του ότι μια τέτοια κατάσταση πραγμάτων –όπως αυτή που υπήρξε την χρονική περίοδο αμέσως μετά το τσάκισμα του φασισμού- σήμερα δεν υφίσταται. Κι όχι μόνο δεν υφίσταται, αλλά έχει χειροτερέψει κατά πολύ λόγω της παραπέρα ισχυροποίησης του ιμπεριαλισμού. Η ευκαιρία να κατακτηθεί η εξουσία στη χώρα μας αμέσως μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο χάθηκε, εξαιτίας κυρίως των λαθών της τότε ηγεσίας του κινήματος της Εθνικής Αντίστασης (με κύρια δύναμή της το ΚΚΕ) όπως επίσης της υποτίμησης και της επέμβασης του αγγλικού ιμπεριαλισμού.
Τρίτο. Στην τρίτη περίπτωση έχουμε έναν ειρηνικό δρόμο μετάβασης. Έτσι, σε κάποιες χώρες –σήμερα εντοπίζονται στη Λατινική Αμερική- ανέλαβαν την ηγεσία κυβερνήσεων κυρίως ανώτατοι αξιωματικοί, με την ισχυρή όμως υποστήριξη των πλατιών λαϊκών στρωμάτων καθώς και των κομμουνιστικών κομμάτων. Τα εκεί κομμουνιστικά κόμματα είτε συμμετέχουν στις κυβερνήσεις άμεσα, είτε έμμεσα υποστηρίζοντας αυτό το αντιιμπεριαλιστικό αντιμονοπωλιακό προτσές. Η υποστήριξη του στρατού είναι σε μεγάλο βαθμό δεδομένη. Φυσικά, -όπως τονίσαμε στην προηγούμενη ενότητα- το ζήτημα της πολιτικής εξουσίας δεν έχει ακόμη κριθεί οριστικά, όπως δεν είναι βέβαιο το αν η μετάβαση αυτή θα οδηγήσει στη σοσιαλιστική επανάσταση. Έτσι όπως φαίνεται σήμερα να διαμορφώνεται η κατάσταση, αυτό θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό, απ΄ το κατά πόσο αποφασισμένες είναι οι αντιιμπεριαλιστικές αντιμονοπωλιακές δυνάμεις να προχωρήσουν παραπέρα.Παραμονή στη μέση του δρόμου σημαίνει επιστροφή στην παλιά κατάσταση πραγμάτων.
Μια απλή σύγκριση των σημερινών δεδομένων της χώρας μας με την τρίτη περίπτωση που αναφέραμε πιο πάνω, δείχνει, ότι υπάρχουν αρκετές ομοιότητες, αλλά και πολλές διαφορές. Σαν μια ουσιαστική διαφορά, θα μπορούσαμε εδώ να αναφέρουμε την πολλή πιθανή απουσία υποστήριξης απ΄ τη μεριά του στρατού σε μια τέτοιου είδους κατάσταση -με δεδομένη την ύπαρξη Λαϊκού Μετώπου και της αντίστοιχης κυβέρνησής του, και με ένα ισχυρό εξωκοινοβουλευτικό κίνημα- ή τουλάχιστον την θεωρούμε σχεδόν ανύπαρκτη. Ο λόγος είναι απλός: Οι αξιωματικοί του στρατού στην Ελλάδα –πλην ελαχίστων εξαιρέσεων- δεν διακρίνονται για τις αριστερές προοδευτικές τους πεποιθήσεις. Κι ένας σημαντικός λόγος είναι ότι η αφρόκρεμα της στρατιωτικής ηγεσίας έχει εκπαιδευτεί κυρίως στις ΗΠΑ. Βέβαια δεν μπορεί να προδιαγράψει κανείς με βεβαιότητα το τι μέλλει γενέσθαι. Ξεκινάμε όμως πάντα με βάσει την πραγματικότητα και όχι τις επιθυμίες.
Όπως και να έχει όμως, το μαρξιστικό-κομμουνιστικό κίνημα πρέπει να μελετήσει σοβαρά τα αντιιμπεριαλιστικά αντιμονοπωλιακά προτσές, που λαμβάνουν χώρα σε κράτη της Λατινικής Αμερικής, χωρίς όμως η πείρα αυτή να μεταφέρεται μηχανιστικά στην Ελλάδα.
Τίθεται λοιπόν ευθέως το ερώτημα: Που βασίζονται τα τμήματα αυτά της αριστεράς και κάνουν λόγο –αποκλειστικά μάλιστα- για ένοπλο δρόμο; Δεν θα πρεπε να τεκμηριώσουν με επιχειρήματα τις θέσεις τους;
Το ζήτημα των δρόμων προς την εξουσία δεν είναι αφηρημένο, αλλά τίθεται συγκεκριμένα, δηλαδή εξαρτάται πάντα απ΄ τις δοσμένες κοινωνικές συνθήκες, απ΄ τον συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ επαναστατικών και αντεπαναστατικών δυνάμεων, απ΄ την παγκόσμια πολιτική κατάσταση κτλ. Ένα ζήτημα είναι εδώ καθαρό: Η επιτυχημένη τακτική στον 21ο αιώνα να μετατρέπεται ένας πόλεμος μεταξύ ιμπεριαλιστικών δυνάμεων σε σοσιαλιστική επανάσταση, έχει χάσει πλέον την ισχύ της. Μ΄ αυτή την έννοια η αντίληψη που εκφράζεται στις «Θέσεις» της ΚΕ του ΚΚΕ για το 19ο Συνέδριο, να επαναληφθεί ένα τέτοιο εγχείρημα, δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί ως τυχοδιωκτισμός! Έτσι, σήμερα είναι αναγκαίος ένας ακριβής υπολογισμός, ώστε να λαμβάνονται οι σωστές αποφάσεις για την πραγματοποίηση των εκάστοτε μορφών και μεθόδων πάλης. Ο αριστερισμός αποδείχτηκε πάντα ως ένα μέσο ακατάλληλο.
Η θέση του μαρξισμού στο ζήτημα της επιλογής του ειρηνικού ή του ένοπλου δρόμου είναι καθαρή: Οι μαρξιστές/κομμουνιστές προσπαθούν ώστε ο δρόμος αυτός να είναι ειρηνικός. Ο Μαρξ, σχετικά μ΄ αυτό το ζήτημα, σε μια συνέντευξή του στην εφημερίδα «The World», δηλώνει: «Η Διεθνής Ένωση δεν υπαγορεύει καμιά συγκεκριμένη μορφή στο πολιτικό κίνημα. Απαιτεί μόνο το κίνημα αυτό να είναι προσανατολισμένο στον ίδιο στόχο. […] Στην Αγγλία, για παράδειγμα, μπροστά στην εργατική τάξη είναι ανοιχτός ο δρόμος να δείξει την πολιτική της δύναμη. Η εξέγερση θα ήταν παραφροσύνη εκεί όπου η ειρηνική διαφώτιση θα οδηγούσε στο στόχο με πιο γρήγορο και ασφαλή τρόπο»[36].
Ειρηνικός δρόμος εξέλιξης όμως δεν σημαίνει παραίτηση απ΄ τη βία. Η διαφορά με τον ένοπλο δρόμο βρίσκεται στις μορφές της βίας, οι οποίες μπορούν να αλλάζουν ανάλογα με τις καταστάσεις.
Γενικά, η πορεία πραγματοποίησης αντιιμπεριαλιστικών αντιμονοπωλιακών ανατροπών θα είναι ένα σχετικά επίπονο, περίπλοκο και αντιφατικό προτσές, στο οποίο θα ανήκουν ύψη και βάθη, όπως επίσης προτσές μάθησης και γνώσης μέσα στα πλατιά στρώματα του εργαζόμενου πληθυσμού.
***
Από την πείρα της ένοπλης πάλης στη Λατινική Αμερική
Στα ελληνικά αστικά ΜΜΕ η ένοπλη πάλη των αντάρτικων ομάδων στη Λατινική Αμερική, τις περισσότερες φορές παρουσιάζεται ούτε λίγο ούτε πολύ ως τρομοκρατία. Αντιθέτως, πολλοί αριστεροί την θεωρούν παραπέρα ως ένα νόμιμο μέσο αντιπαράθεσης, όχι τελευταία εξαιτίας της επιτυχημένης κουβανέζικης επανάστασης. Υπάρχουν λόγοι που να δικαιολογούν αυτή τη στάση; Ή μήπως η ένοπλη πάλη είναι ένα αρχαϊκό, και κατά κανόνα αποτυχημένο μέσο αντιπαράθεσης, που πρέπει να απορριφθεί; Και με ποιο τρόπο θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί η ένοπλη τρομοκρατία από τα δεξιά σε τέτοιου είδους καθεστώτα, τα οποία στηρίζονται στη στρατιωτική και αστυνομική βία;
Στο ζήτημα τού εάν η ένοπλη πάλη εξακολουθεί να παραμένει ακόμη ως μια εναλλακτική για την επαναστατική αριστερά, η απάντηση είναι τόσο καθολική όσο και ατομική: καθολική, επειδή πρέπει πάντα να αξιολογούνται οι συσχετισμοί δυνάμεων, κάτω απ΄ τους οποίους αποτολμάται αυτή η προσπάθεια, και ατομική, επειδή παρ΄ όλους τους συγκρίσιμους συσχετισμούς δυνάμεων, οι προοπτικές για επιτυχία μπορεί να είναι πολύ διαφορετικές, λόγω του ότι η συμμετοχή του κοινωνικού υποκειμένου είναι διαφορετική. Από την άλλη μεριά, το ότι η φτώχεια και η εξαθλίωση δεν γεννούν κάποιον αυτοματισμό για εξέγερση, το δείχνει το παράδειγμα της Βολιβίας, όπου οι συσχετισμοί δυνάμεων για την ομάδα του Τσε Γκεβάρα ήταν μεν ευνοϊκοί συγκριτικά με τον χωρίς κίνητρα και στρατιωτικά άπειρο βολιβιανό στρατό, οι ντόπιοι όμως αγρότες δεν υποστήριξαν τους αντάρτες.
Το βολουνταριστικό στοιχείο που αφορά στη Λατινική Αμερική μπορεί να γίνει καλύτερα κατανοητό, αν παρατηρηθεί σε σχέση με την κουβανέζικη επανάσταση: μετά το 1959 αναπτύχθηκαν δεκάδες κινήματα ανταρτών, τα οποία σχετίζονταν μεν με τους ντόπιους αγρότες, οι μαχητές τους όμως προέρχονταν κατά κύριο λόγο απ΄ τον αστικό χώρο (πόλεις). Οι περισσότερες από αυτές τις ομάδες εξαφανίστηκαν σύντομα (τσακίστηκαν στρατιωτικά). Μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», έγιναν προβλέψεις ότι η ένοπλη πάλη στη Λατινική Αμερική θα πάρει τέλος, και ότι οι ένοπλες ομάδες στην Κολομβία θα διαλυθούν. Συνέβηκε όμως ακριβώς το αντίθετο. Το 1994 εμφανίζονται στην πολιτική σκηνή οι Ζαπατίστας και δίνουν μια νέα ερμηνεία στην ένοπλη πάλη. Στην Κολομβία αναζωογονούνται οι δυό αντάρτικες οργανώσεις, το FARC και το ELN. Η γέννηση και η ύπαρξη αντάρτικων ομάδων επομένως στη Λατινική Αμερική δεν εξαρτάται από διεθνείς παράγοντες, αλλά απ΄ τα εκάστοτε εθνικά πλαίσια. Εντούτοις μετά την παγκόσμια ιστορική ήττα από το 1990, οι περισσότερες αντάρτικες ομάδες διαλύονται.
Διαφορετικές είναι οι περιπτώσεις εκείνων των λατινοαμερικάνικων αντάρτικων ομάδων, οι οποίες σχηματίστηκαν προκειμένου να αντισταθούν στην κρατική καταστολή και με αυτή την έννοια δημιουργήθηκαν ακούσια: είτε ως αντιολιγαρχικές ομάδες αυτοάμυνας, π.χ. στην Κολομβία της δεκαετίας του 1950 (από δω προέκυψε το 1964 το FARC – «Επαναστατικές Ένοπλες Δυνάμεις της Κολομβίας») είτε ενάντια στις στρατιωτικές δικτατορίες των δεκαετιών του 1960, του 1970 και του 1980. Αυτές οι τελευταίες έχασαν τη βάση τους με την επιστροφή στις αστικές δημοκρατίες. Στην Ουρουγουάη, τη Βραζιλία και τη Νικαράγουα, ανέλαβαν πρόεδροι πρώην αντάρτες – με αποτέλεσμα να φαίνεται τώρα σαν να έχασε η ένοπλη πάλη την διεκδίκηση της εξουσίας, επειδή παντού γίνονται εκλογές, μάλιστα οι αριστεροί μπορούν να νικήσουν και η λατινοαμερικάνικη ολοκλήρωση τους προστατεύει.
Ειδική περίπτωση παραμένει η Κολομβία, στην οποία η ένοπλη πάλη της αριστεράς συνεχίζεται. Για ποιο λόγο; Στην Κολομβία, η δομική βία του κράτους, επομένως και οι συνθήκες για την μη-ένοπλη αριστερά, δεν έχει αλλάξει στην ουσία της κατά τη διάρκεια 65 χρόνων εμφυλίου πολέμου. Για το λόγο αυτό και για δεκάδες χιλιάδες αντάρτες και τους υποστηρικτές τους, δεν πρόκειται απλά για μια διόρθωση της πολιτικής, αλλά για την επιβίωσή τους. Γι΄ αυτό και στην περίπτωση της Κολομβίας το ερώτημα τού εάν είναι κανείς υπέρ ή κατά της ένοπλης πάλης, δεν έχει νόημα. Ναι μεν για κάποιους στην Ευρώπη η Κολομβία ισχύει ως «η πιο σταθερή δημοκρατία της Λατινικής Αμερικής», τα αποτελέσματα όμως των εκλογών προκύπτουν είτε μέσω συστηματικών δολοφονιών σε μέλη της αντιπολίτευσης, είτε μέσω παραποίησής τους. Στις δε περιπτώσεις που στο παρελθόν οι αντάρτες κατέθεσαν τα όπλα για να συμμετάσχουν στο πολιτικό γίγνεσθαι, τις περισσότερες φορές δολοφονήθηκαν απ΄ τις κρατικές και παρακρατικές συμμορίες κτηνώδικα. Στην περίπτωση της Πατριωτικής Ένωσης (UP) η οποία προήλθε από το FARC, μετά από το 1984 δολοφονήθηκαν περίπου 5.000 άνθρωποι, γι΄ αυτό και οι επιζώντες επέστρεψαν ξανά στην ένοπλη πάλη. Μόνο το 2010 δολοφονήθηκαν τουλάχιστον 1.200 άνθρωποι στα τετράγωνα εξαθλίωσης (παραγκουπόλεις), με το πρόσχημα ότι υπήρξαν μαχητές του FARC.
Στην Κολομβία αντιστοιχούν τα δύο τρίτα των δολοφονημένων συνδικαλιστών παγκοσμίως. Συνολικά από την 1η Ιανουαρίου του 1986 μέχρι την 31η Δεκεμβρίου του 2012 δολοφονήθηκαν 2.949 συνδικαλιστές. Η Κολομβία είναι επίσης η χώρα της Λατινικής Αμερικής στην οποία δολοφονήθηκαν οι περισσότεροι δημοσιογράφοι. Κυβέρνηση, αστική τάξη, πολυεθνικές εταιρίες, συνεργάζονται για να εξοντώσουν την αντιπολίτευση. Ο πρώην πρόεδρος Αλβάρο Ουρίμπε ανήκε τη δεκαετία του 1990, σύμφωνα με τις μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ, στους 100 πιο σημαντικούς εμπόρους ναρκωτικών και συμμετείχε στην ίδρυση παραστρατιωτικών ομάδων οι οποίες δολοφόνησαν χιλιάδες Κολομβιανούς. Οι υπηρεσίες τους χρησιμοποιήθηκαν από πολυεθνικές εταιρίες όπως οι Exxon/Esso, Nestle, Chiquita και Coca-Cola, ενώ στις εκλογές οι παραστρατιωτικοί φροντίζουν για τα επιθυμητά αποτελέσματα.
Η ένοπλη πάλη δεν διεξάγεται επομένως ούτε βολουνταριστικά ούτε αλτρουιστικά, αλλά για λόγους αυτοάμυνας. Μια τέτοιου είδους αντι-βία αναγνωρίζεται και απ΄ την Χάρτα του ΟΗΕ ως νόμιμη. Ο απώτερος στόχος προκύπτει εδώ απ΄ την άκαμπτη δολοφονική στάση της ντόπιας ολιγαρχίας, ενώ άμεσος στόχος παραμένει η κοινωνικά δίκαιη ειρήνη.
Κατά συνέπεια, οι συγκεκριμένες καταστάσεις είναι αυτές που γεννούν την ένοπλη πάλη. Ακριβώς γι΄ αυτόν το λόγο ιδρύθηκαν στο Μεξικό τα τελευταία 20 χρόνια σύμφωνα με διάφορες πηγές, 150 έως 300 ένοπλες αριστερές οργανώσεις. Το κτηνώδες τσάκισμα των αριστερών κινημάτων και η παρεμπόδιση της νίκης των αριστερών δυνάμεων σχημάτισαν το έδαφος για την άνθιση της ένοπλης πάλης.
Μολαταύτα πρέπει να διαπιστωθεί, ότι η δυνατότητα νίκης μιας ένοπλης επανάστασης στη Λατινική Αμερική δεν μπορεί να μετατραπεί σε πραγματικότητα. Μια στρατιωτική νίκη, όπως για παράδειγμα στη Κούβα ή στη Νικαράγουα, μπορεί σήμερα σε μεγάλο βαθμό να αποκλειστεί. Η σύγχρονη διεξαγωγή πολέμου έχει αναπτυχθεί τεχνολογικά σε τέτοιο βαθμό, που ένα αντάρτικο δεν μπορεί να αντέξει. Στη περίπτωση που τείνει να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, οι ΗΠΑ δεν πρόκειται να ανεχτούν μια άνοδο στην κυβέρνηση κομμουνιστικής/αριστερής δύναμης ένοπλα. Μολαταύτα η Κολομβία δείχνει ότι ένα αντάρτικο με μακρά πείρα και υποστήριξη απ΄ τον ντόπιο πληθυσμό, δεν μπορεί επίσης να νικηθεί. Ακριβώς, αυτό το αδιέξοδο είναι που φέρνει στο τραπέζι των συνομιλιών τους αντάρτες με την κυβέρνηση[37].
Παράλληλα, απ΄ την ανατροπή των δημοκρατικά εκλεγμένων αριστερών κυβερνήσεων στην Ονδούρα το 2009 και την Παραγουάη το 2012, προκύπτει, ότι η Δεξιά, τα ανώτερα στρώματα της αστικής τάξης και οι πολυεθνικές εταιρίες, όπως επίσης οι ΗΠΑ και μερικά ευρωπαϊκά κράτη, δεν είναι διατεθειμένα να αποδεχτούν τις δημοκρατικά εκλεγμένες αριστερές κυβερνήσεις.
Επομένως, δεν είναι η ένοπλη πάλη αυτή η οποία έχει ξεπεραστεί στη Λατινική Αμερική, αλλά η αντίληψη, ότι το αντιπροσωπευτικό αντάρτικο διεξάγει μια ένοπλη επανάσταση. Το αντάρτικο στη Λατινική Αμερική τον 21ο αιώνα εκπληρώνει περισσότερο μια λειτουργία προστασίας του πληθυσμού, ένα είδος αυτοάμυνας.
***
8. ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΠΑΡΑΝΟΗΣΗΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ ΔΡΟΜΟ
Στην ενότητα αυτή εξετάζουμε τις σημαντικότερες ενστάσεις/διαφωνίες που διατυπώνονται στο ζήτημα της μεταβατικής φάσης προς το σοσιαλισμό. Ας τις δούμε με τη σειρά.
Μήπως η αντιιμπεριαλιστική αντιμονοπωλιακή τακτική σημαίνει έναν ρεφορμιστικό δρόμο;
Εδώ έχουμε την πιο συχνά διατυπωμένη παρανόηση, έναν κεντρικό πυρήνα των παραμορφώσεων που σχετίζεται με τον μεταβατικό δρόμο, στη βάση της οποίας βρίσκεται μια εσφαλμένη κατανόηση της σχέσης μεταρρύθμισης και επανάστασης. Θα ήταν χοντρό λάθος να ταυτίζεται για παράδειγμα η αντιιμπεριαλιστική αντιμονοπωλιακή τακτική με τις αντιλήψεις των «ευρωκομμουνιστών». Για την αντιιμπεριαλιστική αντιμονοπωλιακή τακτική οι μεταρρυθμίσεις αποτελούν σημεία στήριξης στο δρόμο για τη χειραφέτηση του προλεταριάτου. Κατά την Ρόζα Λούξεμπουργκ «Για τη σοσιαλδημοκρατία υπάρχει ανάμεσα στην κοινωνική μεταρρύθμιση και την κοινωνική επανάσταση μια αδιάσπαστη σύνδεση, όπου ο αγώνας για την κοινωνική μεταρρύθμιση αποτελεί γι΄ αυτήν το μέσο, ενώ η κοινωνική ανατροπή είναι ο σκοπός»[38]. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει, όπως ερμήνευε παλιότερα η σοσιαλδημοκρατία και σήμερα η ρεφορμιστική αριστερά, ότι μπορεί να φθάσει κανείς με αργά βήματα στο σοσιαλισμό μέσω διαρκών μεταρρυθμίσεων, ότι μπορεί μ΄ αυτό τον τρόπο να εξελιχτεί η καπιταλιστική τάξη πραγμάτων σε σοσιαλισμό, με ένα δρόμο «μετασχηματισμού» της, χωρίς το επαναστατικό «σπάσιμο» με το αστικό κράτος. Η αντιιμπεριαλιστική αντιμονοπωλιακή τακτική έχει μέχρι αυτού του σημείου μια ριζοσπαστικά μεταρρυθμιστική κατεύθυνση, δημιουργώντας μ΄ αυτό τον τρόπο ιδανικές συνθήκες στην πάλη για το σοσιαλισμό. Η αναγκαιότητα όμως της σοσιαλιστικής επανάστασης και η δικτατορία του προλεταριάτου δεν τίθενται υπό αμφισβήτηση. Μ΄ αυτή την πρώτη παρανόηση συνδέεται η αμέσως επόμενη.
***
Σημαίνει μήπως η αντιιμπεριαλιστική αντιμονοπωλιακή τακτική μια «επανάσταση του ψηφοδελτίου»;
Και αυτό είναι αναληθές. Η αντιιμπεριαλιστική αντιμονοπωλιακή πολιτική συμμαχιών έχει κυρίως εξωκοινοβουλευτικό χαρακτήρα, μολονότι, όσο διάστημα κινείται κανείς στα πλαίσια του αστικού κοινοβουλευτισμού, το κοινοβουλευτικό επίπεδο διαμεσολάβησης δεν μπορεί να αντικατασταθεί. Ένα αντιιμπεριαλιστικό αντιμονοπωλιακό κίνημα θα πρέπει να αντιπροσωπεύεται και μέσα στο κοινοβούλιο. Όμως –και πάλι για να γίνει σαφής οριοθέτηση απ΄ τις «ευρωκομμουνιστικές» και σοσιαλρεφορμιστικές αντιλήψεις- δεν σημαίνει ότι οι κομμουνιστές με την τακτική αυτή θα γίνουν σκαλοπάτι για κυβερνήσεις που θα διαχειρίζονται τον καπιταλισμό, αλλά ότι θα συμμετέχουν μόνο στα πλαίσια μιας κυβέρνησης Λαϊκού Μετώπου. Όμως και αυτή χρειάζεται μια πλατιά υποστήριξη και πίεση απ΄ το εξωκοινοβουλευτικό επαναστατικό μαζικό κίνημα. Κι εδώ θεωρείται αυτονόητο, ότι πρόκειται για ένα μέσο για την εκπλήρωση του σκοπού. Στην περίπτωση που μια κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου εκπληρώσει το σκοπό της και τα καθήκοντά της, τότε πρέπει να γίνει το επόμενο βήμα: Η υπέρβαση του αστικού κοινοβουλευτισμού και του δημοκρατισμού της κάλπης, η επαναστατική κατάληψη της εξουσίας και η άσκησής της απ΄ την οργανωμένη εργατική τάξη, καθώς και η άμεση καταστολή όλων των αντεπαναστατικών δυνάμεων. Ο Λένιν στο άρθρο του «Η σχέση της σοσιαλδημοκρατίας προς το αγροτικό κίνημα» γράφει: «Απ΄ τη δημοκρατική επανάσταση θα αρχίσουμε αμέσως τη μετάβαση προς τη σοσιαλιστική επανάσταση, και μάλιστα στο μέτρο των δυνάμεών μας, των δυνάμεων του ταξικά συνειδητού και οργανωμένου προλεταριάτου. Είμαστε υπέρ της διαρκούς επανάστασης. Δεν θα μείνουμε στα μισά του δρόμου […]. Θα βοηθήσουμε… με όλες μας τις δυνάμεις να φέρουμε σε πέρας τη δημοκρατική επανάσταση, ώστε… να είναι για μας πιο εύκολη η μετάβαση, όσο το δυνατό πιο γρήγορα στο νέο και υψηλότερο καθήκον, στη σοσιαλιστική επανάσταση»[39]. Το ίδιο ισχύει και σε ό,τι αφορά το αντιιμπεριαλιστικό αντιμονοπωλιακό προτσές.
***
Είναι μήπως το αντιιμπεριαλιστικό αντιμονοπωλιακό κίνημα ένα κίνημα της κοινωνίας των πολιτών;
Η έννοια της «κοινωνίας των πολιτών» κατά Γκράμσι έχει γίνει σήμερα «λάστιχο». Χρησιμοποιείται από αστούς ιδεολόγους, «ευρωκομμουνιστές», σοσιαλδημοκράτες και σοσιαλρεφορμιστές, οι οποίοι πιστεύουν ότι εδώ βρήκαν τα σημεία επαφής τους. Η κοινωνία των πολιτών δεν είναι όπως θέλει να μάς κάνει να πιστέψουμε η ρεφορμιστική αριστερά ο κοινωνικός χώρος της «κοινωνικής υπευθυνότητας και της ηθικής», της «πολιτικής ορθότητας» ή κάτι παρόμοιο. Αυτή δεν χαρακτηρίζει τις πλουραλιστικές κοινωνικές ομάδες οι οποίες δρουν ανεξάρτητα απ΄ τους κρατικούς, πολιτικο-κομματικούς ή ιδιωτικο-οικονομικούς θεσμούς, όπως ισχυρίζεται η ρεφορμιστική αριστερά. Δεν υπάρχουν «κινήματα της κοινωνίας των πολιτών» για τον πασιφισμό, τον ουμανισμό, τον φεμινισμό, τη «συμμετοχική δημοκρατία», για τα δικαιώματα των ζώων κτλ (και φυσικά δεν είναι αυτό που πρέπει να παριστάνει μια αντιιμπεριαλιστική αντιμονοπωλιακή συμμαχία). Η έννοια του Γκράμσι, αντιθέτως, χαρακτηρίζει την κοινωνική σφαίρα μεταξύ οικονομίας και πολιτικού κράτους στην οποία διεξάγεται μια πάλη πολιτικών ιδεών για την κατάκτηση της ηγεμονίας. Η κοινωνία των πολιτών δεν είναι per se προοδευτική ή αντιδραστική, δημοκρατική ή αντιδημοκρατική, αριστερή ή δεξιά, αλλά είναι ο αναγκαίος χώρος της κοινωνικής αντιπαράθεσης, σε τελική ανάλυση της ιδεολογικής ταξικής πάλης. Μ΄ αυτή την έννοια το επαναστατικό κίνημα μπορεί και πρέπει να παλέψει για την ηγεμονία. Κατά τον Γκράμσι: «Το προλεταριάτο μπορεί να γίνει ηγετική και κυρίαρχη τάξη στο μέτρο που κατορθώνει να δημιουργήσει ένα σύστημα ταξικών συμμαχιών που να του επιτρέπει να κινητοποιήσει κατά του καπιταλισμού και του αστικού κράτους την πλειοψηφία του εργαζόμενου πληθυσμού…»[40]. Πρόκειται για την ταξική συνείδηση σαν προϋπόθεση για μια επιτυχή προοδευτική πολιτική συμμαχιών όπως περιγράφτηκε πιο πάνω. Και είναι διαφορετική η αντίληψη της ρεφορμιστικής αριστεράς η οποία θέλει να κατακτήσει την αστική δημοκρατία μετασχηματίζοντάς την με τη στήριξη της πλειοψηφίας του πληθυσμού, απ΄ την γκραμσιανή έννοια περί ηγεμονίας της εργατικής τάξης σαν προϋπόθεση για το δρόμο της επαναστατικής κατάκτησης της κρατικής εξουσίας. Ο Γκράμσι δεν αφήνει χώρο για αυταπάτες περί μετασχηματισμού όταν γράφει: «Ο τύπος “κατάκτησης του κράτους” πρέπει να κατανοηθεί μ΄ αυτή την έννοια: πρέπει να δημιουργηθεί ένας νέος τύπος κράτους ο οποίος θα προκύψει απ΄ τις εμπειρίες της κοινωνικοποίησης της τάξης του προλεταριάτου, και θα αντικαταστήσει το δημοκρατικό-κοινοβουλευτικό κράτος»[41] Έτσι ερχόμαστε στο αμέσως επόμενο ζήτημα, δηλαδή, στο τι μπορεί να περιμένει κανείς από την αστική δημοκρατία.
***
Δεν σπέρνει αυταπάτες η μεταβατική φάση σχετικά με τις δυνατότητες της αστικής δημοκρατίας;
Ο Ένγκελς γράφει σχετικά με την αστική δημοκρατία: «Θα ήταν… μια εντελώς ατεκμηρίωτη αυταπάτη, με βάση την ουσία της, να θεωρηθεί αυτή σαν μια σοσιαλιστική μορφή, ή όσο διάστημα αυτή κυριαρχείται απ΄ την μπουρζουαζία, να της εμπιστεύεται κανείς σοσιαλιστικά καθήκοντα. Μπορούμε να αποσπάσουμε απ΄ αυτήν παραχωρήσεις, αλλά ποτέ [δεν μπορούμε] να μεταβιβάσουμε την διεκπεραίωση της δικής μας δουλειάς»[42]. Η υπόδειξη αυτή για μια αντιιμπεριαλιστική αντιμονοπωλιακή τακτική πρέπει να προσεχτεί οπωσδήποτε. Το να αξιοποιεί κανείς ένα μέσο δεν σημαίνει ότι επαφίεται πάνω σ΄ αυτό.
***
Μήπως η μεταβατική φάση αποτελεί ένα «ενδιάμεσο στάδιο» με δικό του χαρακτήρα μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού;
Το ζήτημα τούτο είναι ίσως το πιο επίμαχο που τίθεται στη συζήτηση για τα μεταβατικό δρόμο προς το σοσιαλισμό, γι΄ αυτό και θα σταθούμε κάπως αναλυτικότερα. Οι μεγαλύτερες αντιρρήσεις ξεκινούν απ΄ την ηγεσία του ΚΚΕ. Αυτός είναι και ο κύριος λόγος που προτείνει την ακύρωση του Προγράμματος που ψηφίστηκε στο 15ο Συνέδριό του, αν και στην πράξη η ηγεσία του ΚΚΕ το Πρόγραμμα αυτό το υπονόμευε διαρκώς εδώ και χρόνια. Είναι ακόμη χαρακτηριστικό, ότι υπονομεύεται ακόμη και ο ίδιος ο προσυνεδριακός διάλογος για το 19ο Συνέδριο, όταν με αρθρογραφία ηγετικών στελεχών του μέσα από τον «Ριζοσπάστη», προβάλλεται η «Λαϊκή Συμμαχία» ως αντικατάσταση του μέχρι τώρα Αντιιμπεριαλιστικού Αντιμονοπωλιακού Δημοκρατικού Μετώπου (ΑΑΔΜ), χωρίς ακόμη να έχει αποφασίσει το ίδιο το Συνέδριο, ένα δείγμα του πόσο σεβαστή γίνεται η γνώμη των μελών του κόμματος.
Η επιχειρηματολογία της ηγετικής ομάδας του ΚΚΕ σε γενικές γραμμές είναι η εξής: Για το ΚΚΕ δεν είναι δυνατή μια μεταβατική βαθμίδα μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού, γι΄ αυτό και δεν διαθέτει κάποιο μίνιμουμ Πρόγραμμα. Σύμφωνα πάντα με την ηγεσία του, σε συνθήκες καπιταλισμού κάθε επιτυχία που θα κατακτούσαν οι εργαζόμενοι είναι προσωρινή, αν προηγουμένως δεν έχει κατακτηθεί η εργατική λαϊκή εξουσία (δικτατορία του προλεταριάτου). Επομένως, άμεσος στόχος είναι η κατάχτηση της εργατικής εξουσίας (σ.σ. η οποία δεν πρέπει να συγχέεται με την εργατική κυβέρνηση ως όργανο της εργατικής τάξης και των συμμάχων της κατά την διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, όπως το έθετε η Κομιντέρν –αυτό είναι σημαντικό να τονιστεί επειδή διάφορες τροτσκιστικές ομάδες συγχέουν αυτά τα δυό ζητήματα). Αφού λοιπόν δεν υπάρχει κατά την ηγεσία του ΚΚΕ κάποια μεταβατική βαθμίδα/φάση, δεν μπορεί να υπάρξει και πολιτική εξουσία που να αντιστοιχεί σ΄ αυτή τη μεταβατική φάση.
Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Απ΄ τα όσα έχουμε αναφέρει μέχρι τώρα, γίνεται φανερό ότι η ηγεσία του ΚΚΕ αδυνατεί να κατανοήσει τη διαλεκτική μεταρρύθμισης και επανάστασης. Ουσιαστικά γι΄ αυτήν μεταρρυθμίσεις δεν υπάρχουν –δηλαδή μεταβατικά αιτήματα- παρά μόνο η επανάσταση. Διαφορετικά ειπωμένο: Για την ηγετική ομάδα του ΚΚΕ οι έννοιες μεταρρύθμιση και επανάσταση ταυτίζονται. Από δω ακριβώς προκύπτει και η ταύτιση τακτικής και απώτερου στρατηγικού στόχου (σοσιαλισμός). Εδώ πρόκειται για ζήτημα διαλεκτικής: Ποιοτικό άλμα είναι αδύνατο να υπάρξει, αν προηγουμένως δεν έχει υπάρξει συσσώρευση ποσοτικών αλλαγών, αν η εργατική τάξη δεν έχει αποκτήσει ταξική συνείδηση. Κι αυτό προϋποθέτει προετοιμασία, πολύ δε περισσότερο, αυτό ισχύει για τους φυσικούς της συμμάχους. Έως ότου όμως η πλειοψηφία τουλάχιστον της εργατικής τάξης αποκτήσει συνείδηση της «τάξης για τον εαυτό της», απαιτείται χρόνος. Με άλλα λόγια είναι αναγκαίες κάποιες διαβαθμίσεις. Οι διαβαθμίσεις όμως αυτές –φάσεις του ταξικού αγώνα- προϋποθέτουν και τα ανάλογα μεταβατικά αιτήματα. Δηλαδή, αναγκαία είναι εκείνα τα αιτήματα που αφενός συγκινούν και έλκουν τους εργαζόμενους, γιατί αφορούν στην κατάσταση που βιώνουν άμεσα, τώρα, αφετέρου όμως τα αιτήματα αυτά θα πρέπει να έρχονται σε ρήξη με το σύστημα και σταδιακά να οδηγούν έξω από αυτό ή τουλάχιστον στα όριά του, διαφορετικά το εργατικό κίνημα θα ενσωματωθεί στον καπιταλισμό.
Παραπέρα. Η ηγεσία του ΚΚΕ (καθώς και μια σειρά άλλων ομάδων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς) αντιφάσκει. Αφενός, αναγνωρίζει ότι σήμερα δεν μπορεί να τεθεί άμεσα ζήτημα σοσιαλισμού, αφετέρου όμως, τα καθοδηγητικά όργανα του ΚΚΕ -όπως για παράδειγμα το Πολιτικό Γραφείο με διάφορες αποφάσεις του-, βάζουν άμεσα αιτήματα, και σωστά, που όμως την λύση τους την εξαρτούν άμεσα από την ύπαρξη της εργατικής εξουσίας (σοσιαλισμός). Γι΄ αυτό και οι προτάσεις αυτές είναι καταδικασμένες να πέφτουν στο κενό, να μην βρίσκουν καμιά ανταπόκριση. Φυσικά δεν είναι ο μοναδικός λόγος. Ένας άλλος σημαντικός είναι η πολιτική συμμαχιών που ακολουθείται, κατά την οποία απαιτείται απ΄ τις άλλες πολιτικές δυνάμεις να αποδεχτούν το Πρόγραμμα του ΚΚΕ για το σοσιαλισμό. Είναι επόμενο, όταν ταυτίζεται η τακτική με τον απώτερο στόχο, να προκύπτουν αυτές οι αντιφάσεις, οι οποίες παίρνουν πλέον χαρακτήρα διαρκείας, με αποτέλεσμα το ΚΚΕ να απομονώνεται απ΄ τα πλατιά λαϊκά στρώματα και να συρρικνώνεται διαρκώς.
Ας δούμε το ζήτημα της μεταβατικής βαθμίδας ή «μεταβατικό στάδιο», όπως λέγεται. Κατ΄ αρχή, ξεκινάμε απ΄ τη θέση ότι ο γενικός προσανατολισμός πρέπει να είναι αντιιμπεριαλιστικός αντιμονοπωλιακός δημοκρατικός. Αντιιμπεριαλιστικός, επειδή η χώρα μας είναι εξαρτημένη απ΄ τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, όπως ΕΕ, ΝΑΤΟ, ύπαρξη βάσεων στο έδαφός της κ.α. και επειδή ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια η εξάρτησή της βάθυνε ακόμη περισσότερο μέσω της υπογραφής των Μνημονίων, ενώ προστέθηκαν και άλλοι ιμπεριαλιστικοί οργανισμοί απ΄ τους οποίους εξαρτάται, όπως το ΔΝΤ. Αντιμονοπωλιακός, επειδή τα μονοπώλια αποτελούν σήμερα την καρδιά της σχέσης του κεφαλαίου. Δημοκρατικός, επειδή τα δημοκρατικά δικαιώματα των εργαζομένων έχουν περιοριστεί αφάνταστα, οι σημαντικότερες αποφάσεις που αφορούν την χώρα και το λαό της παίρνονται σε κέντρα εκτός Ελλάδας, ενώ όλο και πιο συχνά το αστικό κράτος κάνει χρήση των κατασταλτικών του μηχανισμών. Είναι σημαντικό να σημειωθεί, ότι πρόκειται για τρεις τομείς αλληλένδετους. Για παράδειγμα: Έξοδος από την ΕΕ σημαίνει μείωση της εξάρτησης από έναν σημαντικό ιμπεριαλιστικό οργανισμό, αύξηση της εθνικής κυριαρχίας και ακεραιότητας της χώρας (αντιιμπεριαλιστικός προσανατολισμός), δικαίωμα να χαράσσει η Ελλάδα τη δική της νομισματική και γενικότερα οικονομική πολιτική, επομένως να εθνικοποιεί και τα μονοπώλια χωρίς να μπορεί η ΕΕ να τής επιβάλλει κυρώσεις, στο όνομα π.χ. τού ότι παραβιάζεται η ελευθερία κίνησης κεφαλαίων (αντιμονοπωλιακός προσανατολισμός), οι αποφάσεις που αφορούν την Ελλάδα θα παίρνονται αποκλειστικά στην Ελλάδα, θα ακυρωθούν όλες οι συμφωνίες σύνδεσης με την ΕΕ που αντιβαίνουν στα δημοκρατικά και ανθρώπινα δικαιώματα, όπως η σύνδεση με την Συνθήκη Σένγκεν, η συμμετοχή στον ευρωστρατό και την ευρωαστυνομία, οι τρομονόμοι κ.α. (δημοκρατικός προσανατολισμός). Όπως γίνεται αντιληπτό αυτοί οι τρείς τομείς αλληλοδιαπλέκονται και αφορούν σε όλα τα ζητήματα απ΄ τα οποία εξαρτάται το μέλλον αυτού του τόπου, το μέλλον του ελληνικού λαού.
Από αυτόν ακριβώς τον προσανατολισμό απορρέουν και οι δυνατότητες συμμαχιών της εργατικής τάξης με τα μεσαία στρώματα της πόλης και του χωριού (φτωχομεσαία αγροτιά, ΕΒΕ, εργαζόμενη διανόηση). Σε αυτόν τον προσανατολισμό δεν υπάρχει ενδιάμεσο στάδιο, το οποίο, για να ειπωθεί έτσι, θα ήταν αυτόνομο. Η αντιιμπεριαλιστική αντιμονοπωλιακή ανατροπή και η σοσιαλιστική ανατροπή, αποτελούν ένα ενιαίο επαναστατικό προτσές της μετάβασης απ΄ τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό. Αντιιμπεριαλιστική αντιμονοπωλιακή ανατροπή σημαίνει μια περίοδο της επαναστατικής πάλης, στην οποία υπάρχουν ακόμη στοιχεία του καπιταλισμού και φύτρα του σοσιαλισμού. Στην αρχή θα υπερτερούν ακόμη τα στοιχεία του παλιού, στην ταξική πάλη όμως θα πρέπει τα βασικά στοιχεία της νέας κοινωνίας να καταχτιούνται όλο και περισσότερο, διαφορετικά η αντίδραση θα πνίξει το επαναστατικό προτσές.
Κατά την επεξεργασία αυτού του προσανατολισμού ξεκινάμε από το άρθρο του Λένιν το έτος 1917, «Η καταστροφή που μάς απειλεί και πώς να την καταπολεμήσουμε». Εκεί ο Λένιν εξετάζει το ζήτημα της επαναστατικής δημοκρατίας σαν δυνατή μεταβατική φάση της πολιτικής εξουσίας στο δρόμο προς το σοσιαλισμό. Ο Λένιν συνέδεσε με το κράτος της επαναστατικής δημοκρατίας βαθιές προοδευτικές αλλαγές με την πολιτική, οικονομική και κοινωνική δομή της κοινωνίας. Χαρακτηρίζοντας την ταξική ουσία αυτού του επαναστατικού δημοκρατικού κράτους έγραφε: «Αυτό δεν είναι ακόμη σοσιαλισμός, όμως δεν είναι πια και καπιταλισμός. Είναι ένα τεράστιο βήμα προς το σοσιαλισμό, ένα τέτοιο βήμα, που, με την προϋπόθεση ότι θα διατηρηθεί ατόφια η δημοκρατία, θα ήταν πια αδύνατη η πισωδρόμηση απ΄ αυτό το βήμα προς τον καπιταλισμό, χωρίς να γίνουν ανήκουστες βιαιοπραγίες πάνω στις μάζες»[43].
Το πώς θα διαμορφωθεί συγκεκριμένα αυτός ο δρόμος, αυτό θα εξαρτηθεί απ΄ τη δύναμη της εργατικής τάξης, τη σταθερότητα της συμμαχίας της με τα μεσαία στρώματα, την επιρροή των κομμουνιστών, αλλά και από τις μορφές αντίστασης της αντίδρασης. Η πείρα της ταξικής πάλης διδάσκει, ότι η μονοπωλιακή αστική τάξη, όταν έβλεπε ότι απειλείται η εξουσία της και τα προνόμιά της, προσπαθούσε διαρκώς να εμποδίσει την κοινωνική πρόοδο, φθάνοντας μέχρι και την εγκαθίδρυση της φασιστικής δικτατορίας και το ξέσπασμα εμφυλίων πολέμων. Βασική προϋπόθεση για να αποτραπεί μια τέτοια κατάσταση είναι ότι το αντιιμπεριαλιστικό αντιμονοπωλιακό μπλοκ θα έχει ισχυρή εξωκοινοβουλευτική δύναμη, (αλλά και κοινοβουλευτική επιρροή), που να είναι σε θέση να σχηματίσει μια κυβέρνηση η οποία θα εκπροσωπεί τα συμφέροντα των εργαζομένων. Στηριγμένη πάνω στα εξωκοινοβουλευτικά κινήματα, τις οργανώσεις της εργατικής τάξης και την οικοδόμηση μιας νέας δημοκρατικής εξουσίας, η οποία θα βάλει σε εφαρμογή βαθιές πολιτικές και οικονομικές ανατροπές, αποτέλεσμα των οποίων θα είναι το «σπάσιμο» της εξουσίας του μονοπωλιακού κεφαλαίου και του κράτους της.
Λαμβάνοντας υπόψη όλα αυτά, δεν μπορεί να γίνει λόγος για ύπαρξη ενός «ενδιάμεσου σταδίου» με τις δικές του νομοτέλειες. Πρόκειται για ένα ενιαίο επαναστατικό προτσές, για μια πορεία μετάβασης προς το σοσιαλισμό. Στο βαθμό τού πως θα γίνεται η υπέρβαση του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού (ΚΜΚ) μέσω της εργατικής τάξης και των άλλων αντιιμπεριαλιστικών αντιμονοπωλιακών δυνάμεων, θα εκμηδενίζονται και οι πιο οξυμένες μορφές της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, η εκμετάλλευση από τα μονοπώλια και το κράτος τού ΚΜΚ. Σ΄ αυτό το προτσές επομένως το ζήτημα της πολιτικής εξουσίας δεν λύνεται ακόμη οριστικά. Το «επαναστατικό σπάσιμο» δεν έχει ακόμη περατωθεί. Η πολιτική εξουσία της εργατικής τάξης δεν έχει ακόμη εγκαθιδρυθεί. Η αντιιμπεριαλιστική αντιμονοπωλιακή εξουσία «δεν είναι μεν καπιταλισμός», όμως «δεν είναι ακόμη και σοσιαλισμός». Η πάλη για την εξουσία δεν έχει ακόμη κριθεί. Στη περίπτωση που δεν περατωθεί το «επαναστατικό σπάσιμο», το προτσές αυτό θα λήξει με την ήττα των αντιιμπεριαλιστικών αντιμονοπωλιακών δυνάμεων και την επιτυχή αντεπίθεση της αντίδρασης.
***
9. ΤΟ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΗΜΕΡΑ
Είναι πλέον ανάγκη να περάσουμε σε ένα άλλο σημαντικό ζήτημα για το οποίο έχει γίνει πολλή συζήτηση στην Ελλάδα, ιδιαίτερα τα τρία τελευταία χρόνια. Πρόκειται για τη συγκρότηση ενός προγράμματος, τα αιτήματα του οποίου θα μπορούσαν να συσπειρώσουν το εργατικό λαϊκό κίνημα και τις πολιτικές εκείνες δυνάμεις οι οποίες ενδιαφέρονται για μια άλλη πορεία αυτού του τόπου, για την έξοδο της χώρας μας από την καπιταλιστική κρίση, αλλά ταυτόχρονα να υπάρξει ρήξη με το σύστημα, η οποία θα οδηγεί έξω από αυτό ή τουλάχιστον στα όριά του, έχοντας ως απώτερο στόχο το σοσιαλισμό[44].
***
Εισαγωγή
Σαν μεταβατικό πρόγραμμα μπορεί να χαρακτηριστεί με συμπυκνωμένα και σαφή λόγια, ένα σύνολο αιτημάτων για την κινητοποίηση των εργαζόμενων μαζών, με σκοπό την προετοιμασία για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας, η οποία στοχεύει στη νέα σοσιαλιστική οργάνωση της κοινωνίας. Το πρόγραμμα αυτό αποτελεί μια ιστορική γέφυρα μεταξύ των αντικειμενικών προϋποθέσεων της σοσιαλιστικής επανάστασης και του πολιτικού κινήματος των μισθωτών και της καθοδήγησής τους. Μέχρι αυτού του σημείου, το μεταβατικό πρόγραμμα αντανακλά τη διαλεκτική αντικειμενικών και υποκειμενικών παραγόντων της πάλης για την ιστορική αναγκαία μετάβαση στο σοσιαλισμό, λαμβάνοντας υπόψη τις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες. Το πρόγραμμα αυτό δεν αποτελεί πρόγραμμα της σοσιαλιστικής επανάστασης, πολύ δε περισσότερο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Το μεταβατικό πρόγραμμα σαν τέτοιο αποτελεί μια συμβίωση ενός προγράμματος μίνιμουμ και ενός προγράμματος μάξιμουμ. Επιπλέον δεν συνιστά μια λεπτομερή ανάλυση της καπιταλιστικής κοινωνίας, ούτε αντικαθιστά ειδικές αναλύσεις έρευνας και τα αποτελέσματά τους.
Μέσα στο χώρο της μαρξιστικής αριστεράς είναι αναγκαίο ένα μαρξιστικό μεταβατικό πρόγραμμα, ώστε το επαναστατικό υποκείμενο να αναπτύξει ένα (σχετικό) βαθμό κοινωνικής δυναμικής, έχοντας ως αφετηριακή βάση το έδαφος του σύγχρονου καπιταλισμού, χωρίς να χάνει απ΄ το οπτικό του πεδίο το σοσιαλιστικό στόχο. Αλλά ακόμη και όταν η εργατική τάξη βρίσκεται σε θέσεις άμυνας και οπισθοχώρησης, όπως συμβαίνει σήμερα, ένα τέτοιου είδους μεταβατικό πρόγραμμα είναι αναγκαίο στην προπαγανδιστική/διαφωτιστική δουλειά για την αφύπνιση των εργαζομένων, λαμβάνοντας υπόψη το χαμηλό ή και ανύπαρκτο επίπεδο ταξικής συνείδησης. Επειδή παραπέρα το πρόγραμμα αυτό αντανακλά τη σημερινή καπιταλιστική/ιμπεριαλιστική τάξη πραγμάτων, το αντικειμενικό προτσές της μετάβασης από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό. Και επειδή σε ένα πιθανό ξέσπασμα επαναστατικής βίας, οι επαναστατημένες μάζες θα μείνουν ξεκρέμαστες στον αέρα, χωρίς προσανατολισμό, ακόμη κι αν επιλεγεί ο ένοπλος δρόμος. Παρόλο που η κοινωνική αποτελεσματικότητα αυτού του προγράμματος in concreto εξαρτάται από παράγοντες της κοινωνικής εξέλιξης, οι οποίοι επιστημονικά δεν μπορούν να προβλεφτούν, το να περιμένει η μαρξιστική αριστερά πρώτα μια πραγματική άνοδο της δραστηριότητας του εργατικού λαϊκού κινήματος για να επεξεργαστεί στη συνέχεια αυτό το πρόγραμμα, αυτό για το κίνημα θα ήταν θανατηφόρο.
Αλλά το πώς θα διαμορφωθεί σήμερα ένα μεταβατικό πρόγραμμα, είναι ένα ζήτημα αιχμής που πρέπει να απαντηθεί. Το μεταβατικό πρόγραμμα ή τα αιτήματα ενός τέτοιου προγράμματος, είχαν τεθεί διαφορετικά στις αρχές του 20ου αιώνα από το τότε επαναστατικό κίνημα. Η ιστορική συγκεκριμένη κατάσταση στις αρχές του 21ου αιώνα είναι εντελώς διαφορετική απ΄ ό,τι 100 χρόνια πριν. Η πείρα που αποκτήθηκε όλες αυτές τις δεκαετίες πρέπει να ληφθεί οπωσδήποτε υπόψη, δεν είναι δυνατή όμως μια αντιγραφή της ιστορικής κληρονομιάς. Οι αλλαγές που έχουν επέλθει από τότε σχετίζονται τόσο με το βάθος όσο και με την έκταση των προβλημάτων, τόσο με την ένταση όσο και με την εμφάνιση νέων. Σχετίζονται με το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, την ταξική διάρθρωση, τις μεταβολές στους συσχετισμούς δυνάμεων, την ανάδυση και επικράτηση νέων ιμπεριαλιστικών οργανισμών, την παραπέρα διεθνοποίηση του κεφαλαίου, την όξυνση των περιβαλλοντικών προβλημάτων, την ενεργειακή πολιτική, την ελαχιστοποίηση/εκμηδένιση της ταχύτητας των πληροφοριών (κομπιουτεροποίηση) κ.ο.κ. Επομένως, ένα σύγχρονο μεταβατικό πρόγραμμα δεν μπορεί να αποτελεί αντιγραφή αιτημάτων, όπως αυτά τέθηκαν στις αρχές του 20ου αιώνα.
***
Ζητήματα ανάλυσης και μεθοδολογίας
Μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και την κρίση που επήλθε στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, ο καπιταλισμός ενίσχυσε παραπέρα την τάση του προς τη βαρβαρότητα. Στον σύγχρονο ιμπεριαλισμό/καπιταλισμό επήλθαν μεν μεταβολές στη μορφή του, όχι όμως στην ουσία του. Η ιδία τάση του ιμπεριαλισμού για «αντίδραση σε όλη τη γραμμή» (Λένιν) ενίσχυσε παραπέρα τη βαρβαρότητά του. Η οικονομική, πολιτική και ιδεολογική εξουσία του μονοπωλιακού κεφαλαίου σαν ο μεγαλύτερος φραγμός της κοινωνικής προόδου, δεν εκμηδενίζεται απ΄ τη μια μέρα στην άλλη, επειδή αυτό απαιτεί τη διαμόρφωση ενός ισχυρού ιστορικού υποκειμένου για μεγαλύτερες ιστορικές περιόδους, απ΄ όπου θα προκύψει επίσης η ευκαιρία για μια νέα προσπάθεια σοσιαλιστικής εκκίνησης. Στις αρχές του 21ου αιώνα δεν υπάρχει μόνο η επικράτηση του κεφαλαίου, αλλά και μια πολυμορφία αντίρροπων δυνάμεων στον κόσμο, οι οποίες έχουν διαφορετικό βαθμό δραστηριότητας. Εδώ ανήκει επίσης το γεγονός ότι η σημερινή θέση όλων των αριστερών δυνάμεων –με την πλατιά σημασία του όρου- είναι εξαιρετικά δύσκολη. Το ζήτημα βρίσκεται στο εάν μπορούν να αντιληφθούν την μετάβαση προς μια σοσιαλιστική κοινωνία και –εάν ναι- με ποιο τρόπο θέλουν να επιτύχουν αυτή τη μετάβαση.
Η μέθοδος της σκέψης του Λένιν για την διατύπωση ενός μαρξιστικού μεταβατικού προγράμματος ισχύει εδώ χωρίς περιοριστικά όρια. Τι εννοούμε;
Το «ζωντανό πνεύμα» του μαρξισμού είναι «η διαλεκτική, η διδασκαλία της ολόπλευρης και γεμάτη από αντιφάσεις ιστορική εξέλιξη»[45], της οποίας «η αλληλοσχέση με τα συγκεκριμένα πρακτικά καθήκοντα της εποχής μπορούν να αλλάξουν σε κάθε στροφή της ιστορίας»[46]. Αυτό για τον Λένιν ήταν το άλφα και το ωμέγα της παραπέρα εξέλιξης του μαρξισμού. Ο μαρξισμός πρέπει να αντανακλά οπωσδήποτε τη φανερή απότομη αλλαγή των συνθηκών της κοινωνικής ζωής, και αυτό απαιτεί να μην παρακάμπτεται ποτέ το πιοσημαντικό «στο οποίο η εσωτερική ουσία, αποτελεί το ζωντανό πνεύμα του μαρξισμού: τη συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης»[47]. Εδώ πρέπει ο «μαρξιστής… να λαμβάνει υπόψη του ως προϋπόθεση της πολιτικής του μόνο τα ακριβή και αναντίρρητα αποδεδειγμένα γεγονότα»[48], επειδή ο μαρξισμός στέκεται «πάνω στο έδαφος των γεγονότων και όχι των δυνατοτήτων»[49]. Η αναγνώριση αυτή των γεγονότων υποτάσσεται και η ίδια στην επιστημονική έρευνα. Επομένως: Κάθε αίτημα για την τεκμηρίωσή του μ΄ αυτή την έννοια απαιτεί ακριβή ανάλυση τόσο της οικονομικής πραγματικότητας όσο και της πολιτικής κατάστασης. Εάν για τη διαμόρφωση των αιτημάτων δεν λαμβάνονται υπόψη τα παραπάνω, τότε σε μια όξυνση της ταξικής πάλης αυτά θα αποτελούν απλά κενή φρασεολογία.
Μ΄ αυτή την έννοια οι βασικές μεθοδολογικές-θεωρητικές σκέψεις για ένα σύγχρονο μεταβατικό πρόγραμμα θεωρούμε ότι είναι οι παρακάτω:
Πρώτο. Για το γίγνεσθαι της ιστορίας δεν υπάρχει κάποιο γενικό κλειδί. Η ιστορική αντίληψη της ιστορίας είναι οδηγός για μελέτη και όχι μοχλός για κατασκευάσματα. Αυτή προϋποθέτει τη μαρξιστική γνώση περί χειραφέτησης, όπου σε τελική ανάλυση, όλη η χειραφέτηση είναι η αναγωγή του ανθρώπινου κόσμου πάνω στον ίδιο τον άνθρωπο και έτσι η άρση της αποξένωσης. Η ιστορική εξέλιξη απαιτεί και για ένα σύγχρονο μεταβατικό πρόγραμμα προϋποθέσεις για λογικά συμπεράσματα: την ολόπλευρη αποκάλυψη του εγκληματικού χαρακτήρα του ιμπεριαλισμού/καπιταλισμού, την άρση της καπιταλιστικής οργάνωσης της κοινωνίας, καθώς και την διαμόρφωση μιας εικόνας για τον σοσιαλισμό του 21ου αιώνα. Αλλά κανένας δεν γνωρίζει ούτε την ιστορική-συγκεκριμένη πορεία ούτε το ιστορικό διάστημα μιας τέτοιου είδους εποχής ριζικών αλλαγών. Και δεν είναι επίσης δυνατό να λαμβάνεται ως «βέβαιη» η νίκη αυτής της χειραφετικής εξέλιξης. Ακόμη και ο δρόμος προς τη βαρβαρότητα ως σύγχρονη σκλαβιά κατά τη σημερινή κατάσταση πραγμάτων δεν έχει ακόμη χαραχτεί.
Σημαντική είναι επίσης η διαπίστωση, ότι με την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και σαν συνέπεια της παραπέρα διεθνοποίησης του κεφαλαίου, αυξήθηκαν ταυτόχρονα οι ιστορικές, πολιτικές, κοινωνικο-οικονομικές και εθνικές ιδιαιτερότητες. Για το λόγο αυτό σήμερα η απαίτηση του Λένιν κατά το πλησίασμα στη σοσιαλιστική επανάσταση αποκτά ιδιαίτερη σημασία, όχι «να “απορρίπτονται” όλοι οι συμβιβασμοί και όλες οι ενδιάμεσες στάσεις», αλλά «να εφαρμόζονται οι γενικές και βασικές αρχές του κομμουνισμού σε κείνη την ιδιορρυθμία των σχέσεων μεταξύ των τάξεων και κομμάτων, σε κείνη τηνιδιορρυθμία στην αντικειμενική εξέλιξη προς τον κομμουνισμό, την οποία παρουσιάζει κάθε ξεχωριστή χώρα και που πρέπει κανείς να μελετά, να ερευνά και να είναι ικανός να μαντέψει»[50]. Τα παραπάνω και η έρευνα του εθνικά ιδιαίτερου, του εθνικά ειδικού για την επεξεργασία ενός σύγχρονου μεταβατικού προγράμματος, απαγορεύουν την παρουσίαση ενός μεταβατικού προγράμματος ως «καθολικού», με την έννοια ότι θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε κάθε χώρα, όπως επίσης και τη σύνδεση «λογικά» με σύνθετα επιχειρήματα κοινωνιολογικής υφής, όπως, «για μια εργατική εξουσία», «για την κυριαρχία των συμβουλίων», «για τον κομμουνισμό» κ.α.
Δεύτερο. Και μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» η εποχή μας μπορεί να χαρακτηριστεί παραπέρα ως εποχή μετάβασης στο σοσιαλισμό, με την έννοια ότι οι αντικειμενικές/υλικές συνθήκες είναι υπαρκτές. Σαν αποτέλεσμα της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, η κοινωνικοποίηση της παραγωγής έφτασε σε ένα τέτοιο επίπεδο, που αντικειμενικά ο σοσιαλισμός αποτελεί ήδη ρεαλιστική δυνατότητα. Στην πιθανά μακρά χρονική περίοδο της αδυναμίας του υποκειμενικού παράγοντα συνεχίζεται το «φυσικο-ιστορικό προτσές»(Μαρξ) της παγκόσμιας ιστορικής εξέλιξης του καπιταλισμού προς την κατεύθυνση του σοσιαλισμού με μεγάλη ταχύτητα. Η ωρίμανση αυτού του μέλλοντος προχωρά μέσα στην μήτρα του σύγχρονου καπιταλισμού. Η σοσιαλιστική επανάσταση είναι μέχρι αυτού του σημείου ιστορικά δυνατή και αναγκαία –όπου όμως η δυνατότητα αυτή λαμβανομένου υπόψη του υποκειμενικού παράγοντα παραμένει αφηρημένη. Η μετατροπή της δυνατότητας αυτής σε πραγματικότητα, δεν αποτελεί μόνο την κατάσταση εκ των ουκ άνευ για τη νίκη της εργατικής τάξης και του σοσιαλισμού, αλλά και την συνθήκη εκείνη που είναι αναγκαία για τη διατήρηση της ύπαρξης της ανθρωπότητας. Κι αυτό με τη σειρά του εξαρτάται απ΄ τη διαμόρφωση ενός σύγχρονου μαρξιστικού επαναστατικού κόμματος.
Το μεταβατικό πρόγραμμα δεν πρέπει επίσης να απορρίπτει ολοκληρωτικά τον «υπαρκτό σοσιαλισμό», αλλά να τον άρει διαλεκτικά[51].
Τρίτο. Ένα σύγχρονο μεταβατικό πρόγραμμα πρέπει να ξεκινά από τη θέση, ότι ο χρονικός ορίζοντας για την άρση του καπιταλισμού έχει διευρυνθεί κατά πολύ σε σχέση με την περίοδο που έζησαν οι Μαρξ και Ένγκελς, αλλά και σε σχέση με αυτήν των αρχών του 20ου αιώνα. Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στον καπιταλισμό τα τελευταία 100 χρόνια ήταν μεν τρομακτική, ο υποκειμενικός παράγοντας όμως έμεινε πολύ πίσω. Παράλληλα, η καπιταλιστική τάξη πραγμάτων αποκτά όλο και περισσότερο χαρακτηριστικά βαρβαρότητας. Επομένως, η λύση αυτής της αντίφασης ακόμη και μέσω της «γέφυρας» του μεταβατικού προγράμματος έχει την ανάγκη ενός ευρύτερου χρονικού ορίζοντα, με νέες κοινωνικές αναφορές και συνδετικούς κρίκους. Μια γρήγορη, αλματώδης εξέλιξη –επομένως συρρίκνωση του χρονικού ορίζοντα- είναι δυνατή μόνο αν η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας λάβει χώρα μέσω μιας σύντομης χρονικά ένοπλης εξέγερσης. Όπως όμως έχουμε ήδη αναφέρει, κάτι τέτοιο το θεωρούμε πολύ απίθανο.
Το μεταβατικό πρόγραμμα απαιτεί προφανώς μια σύγχρονη διατύπωση στην οποία θα δίνεται ιδιαίτερη σημασία στη συμπερίληψη των σημερινών και κατανοήσιμων μελλοντικών συγκεκριμένων ιστορικών και εθνικών ιδιαιτεροτήτων. Εδώ η παρακάτω υπόδειξη του Λένιν αποκτά ιδιαίτερη σημασία: «Η επιστήμη απαιτεί, πρώτο, να παίρνεις υπόψη σου την πείρα των άλλων χωρών, ιδιαίτερα αν οι άλλες χώρες, που είναι επίσης καπιταλιστικές, δοκιμάζουν ή δοκίμασαν τελευταία μια παρόμοια πείρα. Δεύτερο, να παίρνεις υπόψη σου όλες τις δυνάμεις, τις ομάδες, τα κόμματα, τις τάξεις, τις μάζες, που δρουν σε μια δοσμένη χώρα και όχι να καθορίζεις την πολιτική με βάση μονάχα τις επιθυμίες και τις αντιλήψεις, το βαθμό της συνειδητότητας και της διάθεσης για αγώνα μιας μόνο ομάδας ή ενός μόνο κόμματος»[52]. Μ΄ αυτή την έννοια είναι λογικό να γίνεται λόγος για διαφορετικά μεταβατικά προγράμματα σε παγκόσμιο επίπεδο, από χώρα σε χώρα, στην πορεία της μετάβασης από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό.
Τέταρτο. Ένα σύγχρονο μεταβατικό πρόγραμμα πρέπει να λαμβάνει υπόψη του και να αξιοποιεί τα επιτεύγματα του ανθρώπινου πολιτισμού και της κοινωνικής προόδου. Οι κλασικές αξίες του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού βρίσκονται σήμερα σε οπισθοχώρηση, βάλλονται διαρκώς απ΄ τον σύγχρονο καπιταλισμό. Όπως οι Μαρξ και Ένγκελς στην εποχή τους έλαβαν υπόψη τους όχι μόνο την κληρονομιά του εργατικού κινήματος αλλά και αυτή του Διαφωτισμού, έτσι και το σημερινό μαρξιστικό-κομμουνιστικό κίνημα πρέπει να λάβει υπόψη του όλη την κληρονομιά του εργατικού κινήματος του 20ου αιώνα. Ιδιαίτερη σημασία πρέπει να δοθεί στο ζήτημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και να μην αφεθεί στην τύχη των αστών ερμηνευτών του καπιταλισμού.
Πέμπτο. Αυτονόητο θα πρέπει να θεωρείται ότι το μεταβατικό πρόγραμμα πρέπει να περιλαμβάνει τον σοσιαλιστικό στόχο. Κατά την Ρόζα Λούξεμπουργκ –όπως ήδη αναφέραμε- μεταξύ της κοινωνικής μεταρρύθμισης και της σοσιαλιστικής επανάστασης υπάρχει μια διαλεκτική σχέση, στην οποία η πάλη για την κοινωνική μεταρρύθμιση αποτελεί το μέσο, ενώ η κοινωνική επανάσταση τον σκοπό. Η επαναστατική υπέρβαση του καπιταλισμού πρέπει να βρίσκεται διαρκώς στο οπτικό πεδίο. Αυτό όμως απαιτεί οπωσδήποτε, ότι ένα σύγχρονο μεταβατικό πρόγραμμα χρειάζεται και μια σύγχρονη εικόνα για τον σοσιαλισμό, ότι ένας μελλοντικός σοσιαλισμός θα ξεκινά απ΄ το έδαφος της τωρινής αστικής-καπιταλιστικής κοινωνίας. Τα αιτήματα του μεταβατικού προγράμματος θα πρέπει επίσης να λαμβάνουν υπόψη τους την συμβίωση/συμφωνία ανθρώπου και φύσης για τον μελλοντικό σοσιαλισμό, του οποίου ουσία, νόημα και στόχος είναι η χειραφέτηση του ανθρώπου, την οποία θέτει στην κορυφή καθώς και η προοδευτική συνέχιση των πολιτισμικών κατακτήσεων της μέχρι τώρα ανθρώπινης εξέλιξης στο πολιτικό, πολιτιστικό, κοινωνικό και οικονομικό πεδίο. Ο μελλοντικός σοσιαλισμός θα λαμβάνει ταυτόχρονα υπόψη του τις πολύπλευρες ανάγκες, τα συμφέροντα και τις αξιώσεις των ανθρώπων και θα άρει διαλεκτικά την προοδευτική κληρονομιά του πρώην «υπαρκτού σοσιαλισμού».
***
Συγκεκριμενοποίηση του μεταβατικού προγράμματος – Η προβληματική
Πρώτο. Αφετηριακή βάση για τη διατύπωση ενός σύγχρονου μεταβατικού προγράμματος αποτελεί το γεγονός, ότι η σημερινή καπιταλιστική κοινωνία δεν μπορεί να συνδεθεί άμεσα με μια επαναστατική κατάσταση. Το να γίνεται σήμερα λόγος για σοσιαλισμό χωρίς την επεξεργασία του δρόμου που οδηγεί σ΄ αυτόν μέσω ενός μεταβατικού προγράμματος, δεν έχει κανένα νόημα. Το ότι η συζήτηση που λαμβάνει χώρα στην αριστερά για το δρόμο αυτό, είναι δύσκολη, αυτό είναι κατανοητό. Επειδή ο δρόμος προς το σοσιαλισμό in concreto δεν παρουσιάζει κάποια νομοτελειακή προβλεψιμότητα. Και για το λόγο αυτό κάθε σχηματικός «χωρισμός σε φάσεις» δεν είναι δυνατός με βάσει κοινωνιολογικά κριτήρια. Στη διαλεκτική μεταρρύθμισης και επανάστασης σαν πρόβλημα των μορφών μετάβασης προς το σοσιαλισμό, είναι πιθανό, κατά την κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη και την άρση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, να απαιτηθεί μεγαλύτερο χρονικό διάστημα απ΄ ό,τι υπολόγιζαν μέχρι τώρα οι μαρξιστές.
Ζητήματα αιχμής τέτοιου είδους μεταρρυθμίσεων θα πρεπε να είναι: το «σπάσιμο» της εξουσίας των μονοπωλίων, ο θεμελιακός εκδημοκρατισμός της κοινωνίας, η απεξάρτηση της χώρας από τους ιμπεριαλιστικούς σχηματισμούς και η εδραίωση της εθνικής ανεξαρτησίας και της εθνικής κυριαρχίας, ένα όπτιμουμ οικολογικής διατήρησης της φύσης και μια όσο το δυνατό καλύτερη πραγματοποίηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αυτές οι ριζοσπαστικές αλλαγές θα πρέπει να συνδέονται με την θεωρητική και πρακτική κριτική του καπιταλιστικού συστήματος. Όταν αυτές οι θεμελιακές αλλαγές κατανοηθούν ιστορικά σαν σύνολο στη μορφή ενός μεταβατικού προγράμματος, τότε το αμέσως επόμενο βήμα είναι η απαίτηση της υπέρβασης των ορίων της καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων.
Το μεταβατικό πρόγραμμα είναι η συγκεκριμενοποίηση της πάλης για τέτοιου είδους ριζοσπαστικές-δημοκρατικές αλλαγές. Ο ίδιος ο δρόμος προς το σοσιαλισμό μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο μέσω μιας «μεταβατικής φάσης» κάτω απ΄ την ηγεμονία της εργατικής τάξης (στη συμμαχία της με τα μεσαία στρώματα της πόλης και του χωριού, την εργαζόμενη διανόηση, που πλήττονται απ΄ το μονοπωλιακό κεφάλαιο) και κατά την άρση της μεγάλης καπιταλιστικής ιδιοκτησίας πάνω στα μέσα παραγωγής. Αυτή η μεταβατική φάση αποτελεί την «γέφυρα» προς το σοσιαλισμό, ο οποίος αποτελεί έναν νέο τύπο δημοκρατίας, και όπου θα έχει σπάσει ήδη η εξουσία των μονοπωλίων. Το σοσιαλιστικό κράτος θα αποτελεί τη διαλεκτική άρνηση του αστικού, θέτοντας παραπέρα προτεραιότητες οι οποίες θα ξεκινούν απ΄ τον σοσιαλιστικό εκδημοκρατισμό και θα φτάνουν μέχρι την κυριαρχία των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής.
Αυτή η μεταβατική φάση μπορεί να προσελκύσει πλατιά λαϊκά στρώματα κερδίζοντάς τα σταδιακά για το σοσιαλισμό, επειδή ο δρόμος προς το σοσιαλισμό θα συνδέεται με τις μέχρι τώρα πολιτισμικές κατακτήσεις, θα τις άρει διαλεκτικά, οδηγώντας τες σε μια πραγματική άνθιση.
Σήμερα τα όρια για κοινωνικές και δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις συνεπεία των διεθνών συμπλέξεων και της εξουσίας των υπερεθνικών κοντσέρν, του τεράστιο κρατικού χρέους, της απουσίας πολιτικής πίεσης, με το τέλος του «υπαρκτού σοσιαλισμού» στην Ευρώπη και της τωρινής καπιταλιστικής κρίσης, έχουν στενέψει πολύ. Κάτω από αυτές τις δοσμένες συνθήκες, η υπεράσπιση των δικαιωμάτων που έχει κατακτήσει το εργατικό κίνημα έως τώρα, βρίσκονται στο επίκεντρο μιας ολόκληρης φάσης αγώνων.
Έχοντας αυτό ως αφετηρία, ένα σύγχρονο μεταβατικό πρόγραμμα θα πρέπει να εμπεριέχει επίσης ένα σύνθετο πλέγμα «αιτημάτων υπεράσπισης», τα οποία στον πυρήνα τους θα προσανατολίζονται στην υπεράσπιση των αστικο-δημοκρατικών δικαιωμάτων. Σαν αντίσταση απέναντι στην νεοφιλελεύθερη λαίλαπα, τα αιτήματα αυτά θα πρέπει να γίνουν ταυτόχρονα αντιληπτά και σαν πάλη για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Εδώ ισχύουν τα λόγια της Ρόζας Λούξεμπουργκ: «Αν αναγνωρίσουμε σαν ρεαλιστική πολιτική μια πολιτική η οποία θέτει μόνο στόχους που μπορούν να επιτευχθούν, τους οποίους προσπαθεί να κάνει πράξη με τα πιο δραστικά μέσα στον πιο σύντομο δρόμο, τότε η προλεταριακή πολιτική των μαζών στο πνεύμα του Μαρξ, διαφέρει απ΄ την αστική πολιτική, στο ότι, η αστική πολιτική είναι ρεαλιστική απ΄ τη σκοπιά της υλικής καθημερινής πολιτικής, ενόσω η σοσιαλιστική πολιτική είναι ρεαλιστική απ΄ τη σκοπιά της ιστορικής τάσης της εξέλιξης»[53]. Επομένως, η μαρξιστική ρεαλιστική πολιτική είναι επαναστατική.
Δεύτερο. Ήδη, κατά τους αγώνες της υπεράσπισης των κεκτημένων δικαιωμάτων, θα πρέπει να τεθεί τοζήτημα της ιδιοκτησίας –μολονότι επεμβάσεις στην εξουσία του κεφαλαίου δεν είναι ακόμη δυνατές εξαιτίας του χαμηλού βαθμού ανάπτυξης της ταξικής συνείδησης- επειδή η καπιταλιστική ιδιοκτησία πάνω στα (μεγάλα) μέσα παραγωγής, έχει αναπτυχθεί στον καπιταλισμό σε έναν κίνδυνο που απειλεί άμεσα την ανθρώπινη ύπαρξη, έτσι που το ζήτημα της εθνικοποίησης/απαλλοτρίωσης πρέπει να τεθεί πολύ πιο έντονα απ΄ ό,τι στο παρελθόν. Η τύχη δισεκατομμυρίων ανθρώπων πάνω στον πλανήτη μας δεν πρέπει να εκτίθεται περισσότερο στη λογική του κέρδους μιας όλο και μικρότερης ομάδας υπερεθνικών μονοπωλίων και κερδοσκόπων των χρηματιστηρίων.
Η σοσιαλδημοκρατική πολιτική του τρίτου δρόμου έχει αποτύχει. Σήμερα δεν υπάρχουν πλέον περιθώρια για κεϊνσιανές μεταρρυθμίσεις. Οι οικονομικοί νόμοι του καπιταλισμού επιβάλλονται ως σιδερένια αναγκαιότητα. Ο δρόμος της μετάβασης από τη φάση της αμυντικής πάλης μέχρι το «σπάσιμο» της εξουσίας των μονοπωλίων και το άνοιγμα του δρόμου προς το σοσιαλισμό, απαιτεί μια μακρά περίοδο πάλης για αντιιμπεριαλιστικές αντιμονοπωλιακές αλλαγές. Τα περιθώρια για την πραγματοποίηση του μεταβατικού προγράμματος έχουν σήμερα στενέψει αρκετά, όμως αυτό δεν σημαίνει παραίτηση απ΄ την πάλη για την εφαρμογή του, όπως έχει κάνει ήδη η ηγεσία του ΚΚΕ με το πρόγραμμα που αποφασίστηκε στο 15ο Συνέδριο του ΚΚΕ. Ακριβώς το αντίθετο.
Τρίτο. Ο καπιταλισμός εξαιτίας της επίδρασης των οικονομικών νόμων του, κυρίως το νόμο του κέρδους, δεν είναι σε θέση να διαμορφώσει μια συνύπαρξη ανθρώπου και φύσης. Η ανθρωπότητα μέσω του καπιταλισμού έχει φέρει τον πλανήτη Γη σε μια οικολογική κρίση, η οποία αργά ή γρήγορα θα θέσει στην ημερήσια διάταξη τον πραγματικό κίνδυνο έκλειψης της ανθρωπότητας και ταυτόχρονα την αυτοκαταστροφή της Γης. Παρόλο που σε μια μελλοντική σοσιαλιστική κοινωνία μπορεί να αποκατασταθεί η συνύπαρξη ανθρώπου και φύσης, σ΄ ένα σύγχρονο μεταβατικό πρόγραμμα η οικολογία πρέπει να αποτελεί ζήτημα κεντρικής σημασίας.
Τέταρτο. Ένα ουσιαστικό κομβικό ζήτημα ενός σύγχρονου μεταβατικού προγράμματος αποτελεί η πάλη για ανθρώπινα δικαιώματα και κοινωνική δημοκρατία. Ταυτόχρονα αυτός είναι και ένας δρόμος πάλης ενάντια στην κοινωνική αδικία. Στο βαθμό που αυτά τα μεταβατικά αιτήματα γίνονται πράξη, θα δείχνουν ταυτόχρονα και τις μελλοντικές σοσιαλιστικές αξίες για μια κοινωνία ελεύθερη από την καπιταλιστική εκμετάλλευση. Το πώς θα γίνουν πράξη αυτά τα αιτήματα σε ένα μεταβατικό πρόγραμμα, αυτό θα το δείξει η μελλοντική ιστορική πορεία.
Πέμπτο. Όπως ήδη αναφέρθηκε, το μεταβατικό πρόγραμμα λύνοντας τα προβλήματα της μεταβατικής περιόδου, θα έχει προσανατολισμό τον σοσιαλισμό. Μ΄ αυτή την έννοια η μαρξιστική αντίληψη των πραγμάτων απαιτεί να τίθενται ανοιχτά ζητήματα προς συζήτηση που αφορούν σε μια μελλοντική σοσιαλιστική κοινωνία. Στη βάση του μεταβατικού προγράμματος, κάποια στοιχεία, ιδιότητες ή πλευρές της παλιάς κατάστασης πραγμάτων θα εξουδετερώνονται, άλλα θα διατηρούνται, ενώ θα εισάγονται ταυτόχρονα νέα στοιχεία. Τα χρονικά πλαίσια και οι μορφές της «άρσης» του αστικού κράτους, ο χαρακτήρας, οι μέθοδοι και η διαδικασία θα τροποποιούνται σε μεγάλο βαθμό ανάλογα με τις συνθήκες της ταξικής πάλης. Με το τσάκισμα του κατασταλτικού μηχανισμού του παλιού αστικού κράτους και τις ριζικές αλλαγές στον κοινωνικο-οικονομικό μηχανισμό του θα διατηρούνται και θα διευρύνονται παραπέρα οι μέχρι τώρα πολιτισμικές κατακτήσεις του ανθρώπινου πολιτισμού. Πρόκειται επομένως για μια διαλεκτική άρση.
Από τη σκοπιά των όσων έχουμε ήδη αναφέρει, απαιτείται ένα ισχυρό αντιιμπεριαλιστικό αντιμονοπωλιακό μπλοκ, ένα μπλοκ αντι-εξουσίας, ένα κοινωνικο-πολιτικό Λαϊκό Μέτωπο, το οποίο θα στηρίζεται σε ένα ισχυρό εξωκοινοβουλευτικό κίνημα. Η ύπαρξη αυτού του κινήματος είναι όρος εκ των ουκ άνευ ώστε η έκβαση του ταξικού αγώνα να αποφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα.
***
Μεταβατικά αιτήματα
Τα μεταβατικά αιτήματα είναι αιτήματα τα οποία συνδέουν τα άμεσα καθημερινά συμφέροντα των εργαζομένων, που όμως στοχεύουν στο «σπάσιμο» (και όχι απλά περιορισμό) της εξουσίας του μεγάλου κεφαλαίου και τα οποία μπορούν να βγουν έξω από τα πλαίσια του καπιταλιστικού κοινωνικού συστήματος, ή τουλάχιστον να φθάσουν στα όριά του. Ξεκινάμε από τη θέση, ότι στο προτσές της πάλης για τέτοιου είδους αιτήματα αναπτύσσεται η ταξική συνείδηση της εργατικής τάξης στη βάση της δικής της πείρας, αυξάνει η κατανόηση για την αναγκαιότητα παραπέρα κοινωνικών αλλαγών και έτσι μπορούν να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για την υπέρβαση του καπιταλισμού. Η πάλη για τα μεταβατικά αιτήματα μπορεί κάτω από προϋποθέσεις να σχηματίσει ένα ευνοϊκό έδαφος για την παραπέρα ώθηση στο δρόμο προς το σοσιαλισμό.
Σύμφωνα με την προβληματική που αναπτύξαμε στην παρούσα ανάλυση, θεωρούμε ότι τα παρακάτωαιτήματα θα μπορούσαν να αποτελέσουν τον κορμό ενός μεταβατικού προγράμματος, το οποίο καταθέτουμε προς παραπέρα συζήτηση[54].
- Αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την ευρωζώνη
- Ακύρωση των Μνημονίων και όλων των νόμων που τους συνοδεύουν
- Μονομερής διαγραφή του χρέους
- Εθνικοποίηση όλων των τραπεζών με εργατικό έλεγχο
- Έξοδος από το ΝΑΤΟ
- Απομάκρυνση όλων των αμερικάνικων και νατοϊκών βάσεων
- Απόσυρση όλων των στρατιωτικών δυνάμεων από το εξωτερικό
- Απαγόρευση επέμβασης των στρατιωτικών δυνάμεων στο εσωτερικό της χώρας με εξαίρεση τις περιπτώσεις φυσικών καταστροφών και της διαφύλαξης των συνόρων της χώρας
- Εκδημοκρατισμός της Δημόσιας Διοίκησης, των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας
- Συνδικαλιστικές ελευθερίες για όλους τους ένστολους πολίτες
- Διάλυση όλων των ειδικών αστυνομικών δυνάμεων
- Εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού από τα φασιστικά στοιχεία
- Ψήφιση νέου Συντάγματος που να αντιστοιχεί στη νέα κατάσταση πραγμάτων
- Εκδημοκρατισμός της Δικαιοσύνης
- Συνταγματική κατοχύρωση της απλής αναλογικής ως εκλογικού συστήματος
- Χωρισμός εκκλησίας και κράτους
- Εκδημοκρατισμός των ΜΜΕ. Κοινωνικός έλεγχος σε όλες τις μορφές πληροφόρησης
- Εκδημοκρατισμός των συνδικάτων
- Εθνικοποίηση όλων των επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας με εργατικό έλεγχο. Εδώ εντάσσονται επιχειρήσεις κυρίως στους τομείς: οπλισμού, ορυκτού πλούτου, φαρμάκου, ενέργειας, συγκοινωνιών, τηλεπικοινωνιών, ναυπηγικής, έρευνας και τεχνολογίας, τσιμέντου, λιπασμάτων, τροφίμων
- Φορολογική μεταρρύθμιση υπέρ των λαϊκών στρωμάτων
- Έλεγχος του νομισματικού συστήματος και των τιμών και μέτρα αντιμετώπισης της κερδοσκοπίας
- Εκδημοκρατισμός των εργασιακών σχέσεων. Κατοχύρωση των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας
- Μείωση των ωρών εργασίας με πλήρη μισθό και μέτρα υπέρ των ανέργων
- Δημιουργία αγροτικών συνεταιρισμών σε παραγωγική βάση, αύξηση επενδύσεων σε έργα υποδομής. Τιμές που να καλύπτουν το κόστος παραγωγής και να αφήνουν ένα μικρό κέρδος για τους αγρότες
- Απαλλοτρίωση της μεγάλης αγροτικής ιδιοκτησίας (εκκλησιαστικής, μοναστηριακής)
- Δημόσια ασφάλεια για όλους
- Μέτρα για την υγιεινή και ασφάλεια στους χώρους εργασίας
- Αναβάθμιση του δημόσιου τομέα Υγείας
- Δωρεάν σύγχρονη Παιδεία για όλα τα παιδιά του ελληνικού λαού. Ενιαίο Δωδεκάχρονο Σχολείο. Ενιαία Ανώτατη Εκπαίδευση
- Οικονομική ενίσχυση στον τομέα της έρευνας και τεχνολογίας
- Μέτρα για την ισοτιμία της γυναίκας
- Ικανοποιητική σύνταξη για τους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας
- Ενίσχυση των ειδικών ευπαθών ομάδων (πολύτεκνοι, ΑμΕΑ)
- Άσυλο και στέγη για όλους τους πρόσφυγες. Κατάργηση των στρατοπέδων συγκέντρωσης
- Μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος. Προώθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας με σεβασμό στο περιβάλλον
- Δημόσια προγράμματα για πολιτιστική υποδομή
***
Το μεταβατικό πρόγραμμα σήμερα δεν είναι εκείνο το θαυματουργό μέσο που δίνει απάντηση σε όλα τα θέματα. Μπορεί όμως να αποτελέσει κομβικό σημείο στο σχηματισμό της ταξικής συνείδησης και τη δημιουργία μιας αντίπαλης ισχυρής δύναμης, ενός υποκειμένου που θα σταθεί απέναντι στην εξουσία των μονοπωλίων. Το πρόγραμμα αυτό θα στηριχτεί από τις κοινωνικές δυνάμεις που έχουν όφελος απ΄ την εφαρμογή του: την εργατική τάξη, τη φτωχομεσαία αγροτιά, τους επαγγελματοβιοτέχνες και μικρέμπορους, την εργαζόμενη διανόηση. Τα πολιτικά εκείνα κόμματα και οργανώσεις που συμφωνούν στο να γίνει πράξη, ιδιαίτερα όμως σ΄ ένα μαρξιστικό επαναστατικό κόμμα. Δυστυχώς το ΚΚΕ, με πλήρη ευθύνη της ηγεσίας του, απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τού να είναι μαρξιστικό κόμμα. Η μαρξιστική θεωρία αντικαθίσταται σταδιακά από βολουνταριστικές αντιλήψεις, ενώ η πολιτική πρακτική του κυριαρχείται απ΄ τον σεχταρισμό. Το να θέτει κανείς σήμερα ως προϋπόθεση για τη λύση αυτών των προβλημάτων την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου –όπως πράττει η ηγεσία του ΚΚΕ- σημαίνει ότι βρίσκεται εκτός τόπου και χρόνου.
Ποιο είναι λοιπόν το κεντρικό ζήτημα που θέτει το μεταβατικό πρόγραμμα, -δηλαδή το σύνολο των αιτημάτων της μεταβατικής περιόδου από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό; Αυτό δεν είναι τίποτα άλλο παρά το πλησίασμα στη σοσιαλιστική επανάσταση, για το οποίο μιλούσε συχνά ο Λένιν. Πρόκειται για τη λύση μιας δέσμης αιτημάτων μιας χρονικής περιόδου, η οποία –με τα λόγια πάλι του Λένιν- δεν είναι ούτε καπιταλισμός ούτε και σοσιαλισμός, αλλά ένα μεγάλο βήμα προς το σοσιαλισμό.
***
Κυβέρνηση Λαϊκού Μετώπου και «κυβέρνηση της Αριστεράς» αλά ΣΥΡΙΖΑ
Από την μέχρι τώρα επιχειρηματολογία που αναπτύξαμε, όπως επίσης και από τα μεταβατικά αιτήματα που παραθέσαμε πιο πάνω, είναι προφανές, ότι μπορούν να γίνουν πράξη μόνο από ένα κοινωνικο-πολιτικό Αντιιμπεριαλιστικό Αντιμονοπωλιακό Δημοκρατικό Μέτωπο (ΑΑΔΜ / Λαϊκό Μέτωπο), με την ισχυρή παρουσία του εξωκοινοβουλευτικού κινήματος.
Με αυτή την έννοια η προτεινόμενη από τον ΣΥΡΙΖΑ «κυβέρνηση της Αριστεράς» δεν έχει απολύτως καμία σχέση με ένα τέτοιο Μέτωπο[55]. Και η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ το γνωρίζει πολύ καλά. Εξακολουθεί όμως να κάνει την γνωστή προπαγάνδα της προκειμένου να αλιεύει ψήφους από τον χώρο της αριστεράς, κυρίως του ΚΚΕ. Θυμίζουμε την ομιλία του Τσίπρα λίγες μέρες πριν τις τελευταίες κοινοβουλευτικές εκλογές, όπου ανεμίζοντας προκλητικά το Πρόγραμμα του ΚΚΕ μπροστά στα μικρόφωνα, ζητούσε μαζί του συνεργασία. Πρόκειται για προπαγάνδα του χειρότερου είδους για ένα κόμμα που έχει την αξίωση να ονομάζεται αριστερό, διότι γνωρίζει πολύ καλά, ότι τα αιτήματα αυτά μπορούν να γίνουν πράξη μόνο αν η χώρα αποδεσμευτεί από την ΕΕ και την ευρωζώνη.
Ακόμη όμως κι αν γινόταν αυτό, τα παραπάνω αιτήματα μπορούν να εφαρμοστούν μόνο σε ανοιχτή ρήξη με την μονοπωλιακή αστική τάξη και τον ιμπεριαλισμό, διότι δεν περιορίζονται απλά στην έξοδο της χώρας από την ΕΕ, προχωρούν πολύ πιο πέρα. Προϋποθέτουν διαρκείς ρήξεις με το σύστημα, αφύπνιση των εργαζομένων, ριζικές αλλαγές στο σημερινό συσχετισμό δυνάμεων, ισχυρό εξωκοινοβουλευτικό κίνημα.
Επομένως, το εργατικό κίνημα δεν πρέπει να εγκλωβιστεί για μια ακόμη φορά στη παγίδα του ρεφορμισμού, στη παγίδα κεϊνσιανών ή σοσιαλρεφορμιστικών μεταρρυθμίσεων. Χωρίς «σπάσιμο», χωρίς ρήξη με την εξουσία των μονοπωλίων, με άλλα λόγια χωρίς ποιοτικό άλμα, στην Ελλάδα θα κυριαρχεί η αστική τάξη και ο σοσιαλισμός θα αποτελεί ένα άπιαστο όνειρο.
Από την άλλη μεριά, η ηγεσία του ΚΚΕ, προκειμένου να δικαιολογήσει τη στάση της απέναντι στην κομματική βάση, δηλαδή την απόρριψη του μέχρι σήμερα ισχύοντος Προγράμματος, θέτοντας ως άμεσο στόχο το σοσιαλισμό, καταφεύγει σε διάφορα τεχνάσματα, σε ανιστόρητες συγκρίσεις, που καμιά σχέση δεν έχουν με την πραγματικότητα. Ένα από τα επιχειρήματα που προβάλλει, είναι, ότι οι κυβερνήσεις στη Γαλλία, την Ισπανία και την Ιταλία των δεκαετιών του 1960 και 1970, οι οποίες υποστηρίχτηκαν από τα εκεί κομμουνιστικά κόμματα, οδήγησαν το εργατικό κίνημα στην ενσωμάτωσή του στο σύστημα και τα κομμουνιστικά κόμματα στη σοσιαλδημοκρατικοποίηση και την συρρίκνωσή τους. Υποστηρίζει παραπέρα, ότι και η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για μια «κυβέρνηση της Αριστεράς», θα είναι ακριβώς όμοια με τις προαναφερόμενες κυβερνήσεις, επομένως το ΚΚΕ δεν μπορεί να δεχτεί την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ γιατί θα υπάρξει η ίδια κατάληξη τόσο για την ίδια τη χώρα, όσο και για το ΚΚΕ.
Η παραπάνω επιχειρηματολογία είναι σωστή και δεν μπορεί κανείς παρά να συμφωνήσει. Το πρόβλημα και η διαστρέβλωση των γεγονότων βρίσκεται αλλού: Στο ότι η ηγεσία του ΚΚΕ ταυτίζει, ούτε λίγο ούτε πολύ, σκόπιμα, τα αιτήματα που προβάλλει ο ΣΥΡΙΖΑ για μια «αριστερή Κυβέρνηση», με τα αιτήματα που προβάλλει το Πρόγραμμα που ψηφίστηκε από το 15ο Συνέδριο του ΚΚΕ, εμπλέκοντας εδώ και τα γνωστά κατασκευάσματά της για «θεωρία των σταδίων» και «κυβερνητικά σκαλοπάτια». Κι όλα αυτά για να καταλήξει στην απόρριψη του ισχύοντος Προγράμματος του κόμματος.
Τα αποτελέσματα μιας τέτοιας πολιτικής είναι οικτρά: Αφενός, το ΚΚΕ απαρνείται όλη την μέχρι τώρα ιστορία του καταδικάζοντάς την ως οπορτουνιστική, κάτι που αντανακλάται και στην πολιτική συμμαχιών, διότι το ΚΚΕ από την ίδρυσή του μέχρι σήμερα –με εξαίρεση μια μικρή χρονική περίοδο, που εντοπίζεται κυρίως στη δεκαετία του 1930- προσπαθούσε πάντα να πετύχει τους στόχους του με κοινωνικο-πολιτικές συμμαχίες, από τις οποίες άλλες αποδείχτηκαν πολύ επιτυχημένες, όπως το θρυλικό ΕΑΜ, ενώ άλλες θνησιγενείς, όπως ο Συνασπισμός της Αριστεράς. Και το πρόβλημα εδώ βρίσκεται, στο ότι, αντί η ηγεσία του να βγάλει τα απαραίτητα διδάγματα, τόσο από τις επιτυχίες όσο και από τις αποτυχίες, απορρίπτει καθολικά όλες τις συμμαχίες, ερχόμενη έτσι σε ρήξη με την λενινιστική σκέψη.
Έτσι, με την πρόταση της σημερινής ΚΕ προς το 19ο Συνέδριο περί «Λαϊκής Συμμαχίας», αποκλείονται γενικά όλες τις πολιτικές συμμαχίες, ακόμη κι αν στο μέλλον υπάρχει η δυνατότητα άλλες πολιτικές δυνάμεις να αλλάξουν στάση και να ριζοσπαστικοποιηθούν παραπέρα, θέτοντας ως όρο για συνεργασία την αποδοχή του Προγράμματος του ΚΚΕ, δηλαδή το άμεσο πέρασμα στο σοσιαλισμό, τον ίδιο το σοσιαλισμό. Εξαίρεση αποτελούν ό,τι προέρχεται και ελέγχεται από το ΚΚΕ, δηλαδή, ΠΑΜΕ, ΠΑΣΥ, ΠΑΣΕΒΕ, ΜΑΣ, ΟΓΕ, με άλλα λόγια οι συνδικαλιστικές παρατάξεις του ΚΚΕ, οι οποίες βαφτίστηκαν σε μια νύχτα «Μέτωπα». Είναι προφανές, ότι η ηγεσία του ΚΚΕ απαιτεί από το κόμμα να ακολουθήσει μια μοναχική πορεία. Τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής έχουν φανεί ήδη στην πράξη: συρρίκνωση του κόμματος, η οποία δεν σχετίζεται μόνο με τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές, όπως με εξυπνακίστικο τρόπο προβάλλει η ηγεσία του.
Αφετέρου, οι προαναφερθείσες κυβερνήσεις στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, δεν απέτυχαν επειδή εφάρμοσαν μια αντιιμπεριαλιστική αντιμονοπωλιακή πολιτική, αλλά για τον ακριβώς αντίθετο λόγο, επειδή δεν κατεύθυναν τα πυρά τους ενάντια στην εξουσία του μονοπωλιακού κεφαλαίου, επειδή υποστήριξαν όλους τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους (ποιος δεν θυμάται για παράδειγμα τη στάση τους στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο κατά της Γιουγκοσλαβίας και του Ιράκ) κ.ο.κ., επειδή σε τελική ανάλυση, η πολιτική τους ήταν σοσιαλδημοκρατική, ρεφορμιστική, μια πολιτική διαχείρισης των συμφερόντων του κεφαλαίου. Τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής είναι ορατά. Αυτή είναι η ουσία της υπόθεσης!
Η ηγεσία λοιπόν του ΚΚΕ οφείλει να είναι ειλικρινής, να μιλά τη γλώσσα της αλήθειας απέναντι στη κομματική βάση, στους φίλους και οπαδούς του κόμματος, στους ψηφοφόρους του, απέναντι στους εργαζόμενους, και όχι να καταφεύγει στη παραποίηση των γεγονότων προκειμένου να απορρίψει το ισχύον Πρόγραμμα. Η ευθύνη που φέρει για την κατάσταση που έχει περιέλθει σήμερα το κόμμα, αλλά και γενικότερα το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα, είναι τεράστια.
Και μόνο το ότι την περίοδο που διανύουμε, στην οποία η εθνική ανεξαρτησία της χώρας έχει βγει στο σφυρί, η Ελλάδα ξεπουλιέται, οι εργαζόμενοι μετατρέπονται σε σύγχρονους σκλάβους της ΕΕ και του γερμανικού ιμπεριαλισμού, η παραγωγική βάση της Ελλάδας ξεχαρβαλώνεται, η ανεργία έχει φτάσει στα ύψη, οι αυτοκτονίες αποτελούν καθημερινό φαινόμενο, τα εργασιακά δικαιώματα τσακίζονται κ.α., θα πρεπε λοιπόν αυτά τα γεγονότα να αποτελούν και το κεντρικό θέμα συζήτησης αυτού του Συνεδρίου. Το πρόβλημα όμως της αγράμματης οπορτουνιστικής ηγετικής ομάδας (ναι οπορτουνιστικής! -εδώ πρόκειται για μια πρακτική πλήρους αναθεώρησης των αρχών μαρξισμού), είναι, το πώς θα ξεμπερδέψει όσο το δυνατό πιο γρήγορα με το Πρόγραμμα του κόμματος, το οποίο εδώ και χρόνια σαμποτάριζε συστηματικά.
***
Γενικά συμπεράσματα
Πρώτο. Το μεταβατικό πρόγραμμα δεν είναι ένα πρόγραμμα αποτελούμενο από αιτήματα μίνιμουμ, αλλά ούτε και μάξιμουμ, με την έννοια που έδιναν οι μαρξιστές στις αρχές του 20ου αιώνα. Τα αιτήματα του μεταβατικού προγράμματος αφενός λαμβάνουν υπόψη τους τη σημερινή ταξική συνείδηση των εργατών, αφετέρου η εφαρμογή τους στην πράξη έρχεται σε ρήξη με την εξουσία των μονοπωλίων. Πρόκειται για μεταβατικά αιτήματα η λύση των οποίων αποτελεί ένα σημείο μετάβασης, το οποίο πρέπει να κάνουν οι μαρξιστές/κομμουνιστές κατανοητό στις πλατιές λαϊκές μάζες, επειδή απαντά άμεσα στις σημερινές τους ανάγκες.
Δεύτερο. Η πάλη ενάντια στο μονοπωλιακό κεφάλαιο αποτελεί το κομβικό σημείο του μεταβατικού προγράμματος. Η αντίθεση ενάντια στο μονοπωλιακό κεφάλαιο δημιουργεί στην Ελλάδα την αντικειμενική βάση για τη συμμαχία της εργατικής τάξης με τα μικρομεσαία στρώματα της πόλης και του χωριού, την εργαζόμενη διανόηση.
Τρίτο Το μεταβατικό πρόγραμμα δείχνει στις μάζες τον δρόμο που οδηγεί στο σοσιαλισμό. Δείχνει στις μάζες ότι οι μαρξιστές/κομμουνιστές παλεύουν για το σήμερα, για τις σημερινές ανάγκες των εργατικών λαϊκών μαζών, αλλά δεν περιορίζονται σ΄ αυτό. Δείχνουν ταυτόχρονα τον δρόμο προς τον τελικό στόχο. Μ΄ αυτή την έννοια το μεταβατικό πρόγραμμα δεν περιορίζεται στα στενά πλαίσια ενός προεκλογικού προγράμματος, πολύ δε περισσότερο, ενός ρεφορμιστικού προγράμματος τύπου ΣΥΡΙΖΑ, στο οποίο γίνεται λόγος για «κυβέρνηση της Αριστεράς».
Τέταρτο. Το μεταβατικό πρόγραμμα μπορεί να γίνει πράξη μόνο από ένα κοινωνικο-πολιτικό Αντιιμπεριαλιστικό Αντιμονοπωλιακό Δημοκρατικό Μέτωπο (Λαϊκό Μέτωπο) και μέσω της ισχυρής παρουσίας του εξωκοινοβουλευτικού κινήματος κάτω από την ηγεμονία της εργατικής τάξης.
***
10. ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ
Η αντίληψη της «μετάβασης στο σοσιαλισμό», παίζει, μαζί με τη σχέση μεταρρύθμισης και επανάστασης, έναν κεντρικό ρόλο στη σημερινή τακτική και στρατηγική του μαρξιστικού-κομμουνιστικού κινήματος. Ο Λένιν το 1921 στην αντιπαράθεσή του με την ομάδα των «αριστερών κομμουνιστών» μέσα στο ΚΚ, υποδείκνυε, ότι δεν μπορούν να υπάρξουν συνταγές για μια επαναστατική τακτική και στρατηγική. Υπενθύμιζε μεταξύ των άλλων, ότι ο Μαρξ υπολόγιζε πάντα δυό σημαντικές εναλλακτικές της στρατηγικής: την ειρηνική και την μη-ειρηνική πορεία μιας σοσιαλιστικής επανάστασης.
Σ΄ αυτή τη σχέση υπενθύμιζε τα λόγια του Μαρξ: «Ο Μαρξ –και στους μελλοντικούς καθοδηγητές της σοσιαλιστικής επανάστασης- δεν έδενε τα χέρια αναφορικά με τις μορφές, τις μεθόδους, το είδος και τον τρόπο της ανατροπής, επειδή κατανοούσε πολύ καλά τι είδους σωρεία προβλημάτων θα προκύψουν τότε, πως θα άλλαζε στην πορεία της ανατροπής η συνολική κατάσταση, πόσο συχνά και πόσο έντονα θα αλλάξει αυτή η πορεία της ανατροπής»[56].
Η θεμελιώδης αρχή του Λένιν κατά την τακτική και στρατηγική ενός μαρξιστικού επαναστατικού κόμματος είναι: «Κατοχή όλων των μορφών πάλης». Αυτή είναι «η αλφαβήτα του διαλεκτικού υλισμού» -γράφει στο έργο του «Ο ανταρτοπόλεμος» το Σεπτέμβρη του 1906.
Η μαρξιστική θεωρία της επανάστασης δεν μπορεί επομένως να γαντζωθεί απλά από «μοντέλα» όπως της ρωσικής επανάστασης, της κουβανέζικης, της κινέζικης, της βιετναμέζικης ή αυτής των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης –όσο σημαντικές ήταν και παραμένουν οι εμπειρίες αυτών των επαναστάσεων.
Κάθε γενιά μαρξιστών/κομμουνιστών πρέπει να αναλύει εκ νέου τις συγκεκριμένες-ιστορικές συνθήκες για τη σοσιαλιστική ανατροπή στη δική της εποχή, στο δικό της χώρο.
Λαμβάνοντας υπόψη την ιστορική πείρα του διεθνούς εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος, της Κομμουνιστικής Διεθνούς, την εμπειρία που έχει μαζευτεί όλες τις προηγούμενες δεκαετίες στην καπιταλιστική Ελλάδα, τις θεωρητικές αρχές του επαναστατικού μαρξισμού, ιδιαίτερα όμως την υλιστική διαλεκτική, η οποία αποτελεί την καρδιά του μαρξισμού, δεν μπορεί παρά να καταλήξει κανείς στο συμπέρασμα, ότι η σοσιαλιστική ανατροπή μπορεί να προετοιμαστεί μέσω μιας μεταβατικής φάσης, η οποία πλησιάζει/προσεγγίζει την σοσιαλιστική επανάσταση.
Η ίδια όμως αυτή φάση δεν αποτελεί τμήμα της μεταβατικής περιόδου του σοσιαλισμού, επειδή αυτή η τελευταία είναι και παραμένει η δικτατορία του προλεταριάτου. Στη φάση αυτή με το «σπάσιμο» της εξουσίας των μονοπωλίων, λύνεται η κυρίαρχη αντίθεση του ελληνικού καπιταλισμού: η αντίθεση μονοπώλια-λαός.
Κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου οι αντιιμπεριαλιστικές αντιμονοπωλιακές ανατροπές λαμβάνουν χώρα κάτω από την ηγεμονία της εργατικής τάξης σε συμμαχία με τα μεσαία στρώματα της πόλης και του χωριού, με την εργαζόμενη διανόηση. Η φάση αυτή δεν χωρίζεται από την σοσιαλιστική επανάσταση με σινικά τείχη, αλλά αποτελεί με αυτήν ένα ενιαίο επαναστατικό προτσές.
Το αν αυτή η φάση ονομαστεί «Αντιιμπεριαλιστική Αντιμονοπωλιακή Δημοκρατία», «Λαϊκή Δημοκρατία», «Βολιβιανή Δημοκρατία» (βλ: Βενεζουέλα) ή κάτι παρόμοιο, αυτό σε τελική ανάλυση είναι δευτερεύον ζήτημα. Καθοριστική δεν είναι η ετικέτα, καθοριστικό είναι το περιεχόμενο. Μ΄ αυτή την έννοια οι κομμουνιστές θα μπορούσαν στην τακτική τους, -σε αυτή τη φάση η οποία έχει στρατηγική σημασία-, να δώσουν μια ονομασία, δεν μπορούν όμως να την προπαγανδίζουν σαν απώτερο στόχο. Διότι ακριβώς αυτό θα άνοιγε την πόρτα στο ρεφορμισμό, και το αντεπαναστατικό πισωγύρισμα θα ήταν θέμα χρόνου.
Ζητήματα που αναπτύξαμε σε αυτό το κείμενο σχετικά με την επαναστατική τακτική και στρατηγική, έχουν επίσης έναν γενικό χαρακτήρα. Η κοινωνική πράξη είναι αυτή που θα καθορίσει τις ακριβείς μορφές, ενόσω οι μαρξιστές/κομμουνιστές πρέπει να προσανατολιστούν στο περιεχόμενο. Αυτό όμως μπορούν να το κάνουν ήδη από σήμερα, επειδή η τακτική αυτή αρχίζει από σήμερα και όχι στο απώτερο μέλλον.
Οι κομμουνιστές δεν μπορούν να προσπεράσουν τον ρεφορμισμό και τον δεξιό οπορτουνισμό με αριστερίστικη και υπερ-επαναστατική φρασεολογία και συνθηματολογία, με μια σεχταριστική πολιτική πρακτική, αλλά με το να έχουν οι ίδιοι μια επεξεργασμένη και τεκμηριωμένη προγραμματική, η οποία θα απαντά στα άμεσα προβλήματα των εργαζομένων, στην κατάσταση που βιώνουν σήμερα, καθιστώντας τους ανώτερους από αυτούς και ικανούς για δράση.
Η προγραμματική αυτή θα πρέπει να θέσει το ζήτημα της κατάστασης του ταξικού αντιπάλου. Πρέπει να θέσει τα σωστά ερωτήματα που αφορούν στις κοινωνικές και πολιτικές βασικές δυνάμεις του, τη δύναμή του και τις αδυναμίες του: Που είναι συγκεντρωμένες οι βασικές του δυνάμεις; Πόσα και που βρίσκονται τα αποθέματά του; Ενάντια σε ποιον πρέπει να στραφεί το κύριο χτύπημα;
Είναι σημαντικό η επαναστατική τακτική να αξιοποιεί και τα πιο μικρά ρήγματα που δημιουργούνται στην πολιτική του αντιπάλου, προκαλώντας σύγχυση και αποδιοργάνωση στις γραμμές του, εκθέτοντάς τον ταυτόχρονα μπροστά στους εργαζόμενους. Δυστυχώς, η πολιτική που εφαρμόζεται από την σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ κάθε άλλο παρά αυτό πετυχαίνει. Πρόκειται για μια πολιτική ανελαστική, που δεν γνωρίζει ελιγμούς, γι΄ αυτό και είναι εύκολα προβλέψιμη από τον ταξικό αντίπαλο. Για τη χρήση μιας συνθηματολογίας γενικόλογης, απόμακρης, αυτιστικά επαναλαμβανόμενης, που δεν λαμβάνει υπόψη της το υπαρκτό επίπεδο της ταξικής συνείδησης των εργαζομένων, γι΄ αυτό και δεν συγκινεί, δεν έλκει («λαϊκή εξουσία», «λαϊκή οικονομία»… κι όποιος κατάλαβε κατάλαβε). Κι όλα τούτα σχετίζονται άμεσα με την ταύτιση τακτικής και στρατηγικής, με την εγκατάλειψη εδώ και πολύ καιρό του Προγράμματος που αποφάσισε το 15ο Συνέδριο του ΚΚΕ, και επίσημα πλέον με τις «Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για το 19οΣυνέδριο του ΚΚΕ»[57].
Το βασικό ζήτημα της επανάστασης σήμερα, δεν είναι το εάν υπάρχουν οι αντικειμενικές συνθήκες, οι υλικές συνθήκες παραγωγής για τη μετάβαση στο σοσιαλισμό. Οι συνθήκες αυτές είναι υπαρκτές εδώ και δεκαετίες. Το αποφασιστικό ζήτημα της επαναστατικής τακτικής είναι η πάλη για τη συνείδηση των μαζών, που προκύπτει απ΄ την αυθόρμητη άμεση δράση. Χωρίς την «ωριμότητα» του υποκειμενικού παράγοντα η επανάσταση δεν είναι δυνατό να νικήσει. Αλλά γι΄ αυτό αναγκαία είναι η επεξεργασία μιας τέτοιας τακτικής που να απαντά άμεσα στα προβλήματά τους. Το καθοριστικό ζήτημα επομένως για την επαναστατική υπέρβαση του καπιταλισμού βρίσκεται στο να πειστούν οι μάζες ότι με τον καπιταλισμό πρέπει να δοθεί τέλος, και ότι η τακτική του Αντιιμπεριαλιστικού Αντιμονοπωλιακού Δημοκρατικού Μετώπου (ΑΑΔΜ) είναι η πιο κατάλληλη γι΄ αυτό.
Από κει και πέρα, σε ό,τι αφορά στο ίδιο το ΚΚΕ, η υπεράσπιση τού μέχρι τώρα ισχύοντος Προγράμματός του, επαφίεται κυρίως στην κομματική του βάση, αλλά και σε μια σειρά στελέχη του. Και όπως έδειξε ο προσυνεδριακός διάλογος, η αντίσταση απέναντι σε αριστερίστικες αντιλήψεις, απέναντι στη μέχρι σήμερα σεχταριστική πρακτική, είναι μεγάλη, και θα δυναμώνει μέρα με τη μέρα. Ακόμη όμως κι αν η σημερινή ηγετική ομάδα κατορθώσει να «περάσει» τις αντιλήψεις της με αποφάσεις του Συνεδρίου, είναι βέβαιο ότι αυτές θα ακυρωθούν στη πράξη, απ΄ την ίδια τη ζωή. Είναι πλέον επιτακτική ανάγκη το ΚΚΕ να επιστρέψει στις ρίζες των κλασικών του μαρξισμού, αν θέλει να παίξει το ρόλο του ως Κομμουνιστικό Κόμμα!
***
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ και ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[1] Αναλυτικότερα για το ζήτημα της στρατηγικής και τακτικής, βλέπε: Γαβάνας Π., Στρατηγική και τακτική.(http://www.inprecor.gr/index.php/archives/223050)
[2] MEW (Marx-Engels-Werke), τόμ. 4, σ. 492.
[3] MEW, τόμ. 16, σ. 77.
[4] MEW, τόμ. 7, σ. 85.
[5] MEW, τόμ. 4, σ. 492.
[6] Λούξεμπουργκ Ρ., Κοινωνική μεταρρύθμιση ή επανάσταση;, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1988, σ. 57.
[7] ό. ε., σ. 134.
[8] LEW (Lenin-Werke), τόμ. 5, σ. 66-67.
[9] LEW, τόμ. 23, σ. 158.
[10] LEW, τόμ. 12, σ. 230.
[11] MEW, τόμ. 4, σ. 481.
[12] MEW, τόμ. 4, σ. 492.
[13] LEW, τόμ. 24, σ. 4-6.
[14] LEW, τόμ. 25, σ. 368.
[15] LEW, τόμ. 25, σ. 315.
[16] LEW, τόμ. 31, σ. 71.
[17] LEW, τόμ. 31, σ. 56.
[18] LEW, τόμ. 31, σ. 79.
[19] Lenin, W. I., Entwurf einer Resolution des IV Kongresses der Komintern zur Frage des Programms der Kommunistischen Internationale. LEW, Ergänzungsband 1917-1923, σ. 450-451.
[20] 3η Διεθνής. Τα Τέσσερα Πρώτα Συνέδρια. Θέσεις, Αποφάσεις, Μανιφέστα, εκδ. Εργατική Πάλη, Αθήνα 2007.
[21] ό. ε., σ. 396.
[22] ό. ε., σ. 397.
[23] ό. ε., σ. 397.
[24] Programm der Kommunistischen Internationale. Angenommen vom VI. Weltkongress (1.9.1928).
[25] Η Κοινωνία των Εθνών ήταν διεθνής οργανισμός (Σύνδεσμος) που ιδρύθηκε το 1919, αμέσως μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στο Παρίσι σαν αποτέλεσμα της Συνθήκης των Βερσαλλιών. Στο απόγειό του, μεταξύ 28 Σεπτεμβρίου 1934 και έως τις 23 Φεβρουαρίου 1935, είχε 58 χώρες-μέλη. Μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ο Οργανισμός των Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) θα αντικαταστήσει τον Σύνδεσμο της Κοινωνίας των Εθνών, που καταργήθηκε επίσημα το 1946, και θα κληρονομήσει μια σειρά από φορείς και οργανισμούς που ιδρύθηκαν από τον Σύνδεσμο.
[26] Σε αυτή την υποενότητα χρησιμοποιήσαμε τα ντοκουμέντα του 7ου Συνεδρίου της Κομιντέρν, τα οποία εκδόθηκαν στο σύνολό τους σε βιβλίο με τίτλο «VII. Weltkongress der Komintern, Referate undResolutionen, Frankfurt/M, 1973». Στην ελληνική γλώσσα – απ΄ όσο τουλάχιστον γνωρίζουμε- έχει εκδοθεί σε βιβλίο μόνο η εισήγηση του Γκεόργκι Δημητρώφ με τίτλο «Ο φασισμός», το οποίο μπορεί να «κατεβάσουν» οι αναγνώστες από την ηλεκτρονική βιβλιοθήκη της ιστοσελίδας «Εργατικός Αγώνας» (http://ergatikosagwnas.gr/EA/)
[27] Μάκης Μαϊλης: «Ο φασισμός είναι ιμπεριαλισμός» (http://www.rizospastis.gr/story.do?id=2905216&publDate=2005-06-19%2000:00:00.0)
[28] Είναι φανερό ότι το διαζευκτικό «ή», δηλώνει, ότι οι έννοιες «πολιτική κρίση» και «επαναστατική κρίση» είναι ταυτόσημες.
[29] Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, 1949-1968, Β΄ τόμος, Αθήνα 2012, σ. 20.
[30] Αναλυτικότερα σχετικά με την έννοια του μονοπωλίου, βλέπε: Γαβάνας Π., Μονοπώλια και καπιταλιστική κρίση. (http://www.inprecor.gr/index.php/archives/150045)
[31] Αναλυτικότερα για το ζήτημα της πολιτικής συμμαχιών, βλέπε: Γαβάνας Π., Πολιτική συμμαχιών και ενότητα δράσης. (http://www.inprecor.gr/index.php/archives/181282).
[32] Μερικά ζητήματα που αφορούν στη διεθνοποίηση του κεφαλαίου σε σχέση με το εθνικό κράτος, τα εξετάσαμε ήδη σε ξεχωριστό κείμενο. Βλέπε: Γαβάνας Π., Εθνικό κράτος και διεθνοποίηση του κεφαλαίου.(http://www.inprecor.gr/index.php/archives/111688)
[33] Συγκέντρωση της παραγωγής είναι η συγκέντρωση όλο και περισσότερων μέσων παραγωγής και εργατικής δύναμης σε μεγάλες επιχειρήσεις. Στον καπιταλισμό, η συγκέντρωση της παραγωγής πραγματοποιείται μέσα από μια πορεία σκληρού ανταγωνισμού, ανάμεσα στους καπιταλιστές, που αποσκοπεί στο κέρδος. Ο Λένιν σημείωνε, ότι η συγκέντρωση της παραγωγής σε ορισμένα στάδια ανάπτυξής της οδηγεί στα μονοπώλια.
Συγκέντρωση του κεφαλαίου είναι η αύξηση του μεγέθους του κεφαλαίου εξαιτίας της κεφαλαιοποίησης, της συσσώρευσης υπεραξίας. Η συγκέντρωση του κεφαλαίου γίνεται με την μετατροπή σε κεφάλαιο ενός μέρους της ιδιοποιημένης από τον καπιταλιστή υπεραξίας που δημιουργείται από τους μισθωτούς εργάτες.
Συγκεντροποίηση του κεφαλαίου είναι η αύξηση του μεγέθους του κεφαλαίου, που προέρχεται από τη συνένωση επιμέρους κεφαλαίων σ΄ ένα μεγαλύτερο, ή η απορρόφηση του ενός κεφαλαίου από το άλλο. Η διαδικασία αυτή σημαίνει την ανακατανομή ανάμεσα στους καπιταλιστές των ήδη συσσωρευμένων κεφαλαίων.
[34] Αξιοποίηση του κεφαλαίου σημαίνει απλά αύξηση του κεφαλαίου. Αυτή μπορεί να γίνει με δυό τρόπους: α) Το κεφάλαιο αυξάνεται κυρίως μέσω της παραγωγής (σχετικής και απόλυτης) υπεραξίας. «Η αξία που προκαταβλήθηκε αρχικά όχι μόνο διατηρείται… αλλά μέσα σ΄ αυτήν αλλάζει το μέγεθός της, προσθέτει στον εαυτό της μια υπεραξία, ή αξιοποιείται [verwertet sich]. Και αυτή η κίνηση τη μετατρέπει σε κεφάλαιο» (Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 1ος, σ.163). β) Ο δεύτερος τρόπος είναι η καλύτερη χρήση του κεφαλαίου. Συγκεκριμένα, υπάρχουν μέθοδοι με τις οποίες το κεφάλαιο μπορεί να αυξηθεί (ή να μειωθεί) όταν η υπεραξία παραμένει η ίδια (επισημαίνουμε ότι δεν πρέπει να ταυτίζεται η υπεραξία με το κέρδος, κάτι που κάνει ο Ρικάρντο δεχόμενος έτσι την κριτική του Μαρξ). Μέτρα, τα οποία μπορούν να επηρεάσουν, – με δοσμένη την υπεραξία -, το μέγεθος του κεφαλαίου, είναι όλες οι μέθοδοι οικονομικής χρήσης του κεφαλαίου, όλα τα μέτρα που αποσκοπούν στην πτώση του συνδεδεμένου με την κυκλοφορία κεφαλαίου, η επιτάχυνση και σμίκρυνση του χρόνου περιστροφής του κεφαλαίου κτλ.
[35] Αναλυτικότερα βλέπε: Γαβάνας Π., Εθνικό κράτος και διεθνοποίηση του κεφαλαίου. Ιδιαίτερα την ενότητα «Ο μύθος περί του τέλους του εθνικού κράτους». ό.ε.
[36] MEW, τόμ. 17, σ. 641.
[37] Σχετικά μ΄ αυτό το ζήτημα, βλέπε επίσης το ενδιαφέρον άρθρο του Χάρη Αλεξάνδρου: Κολομβία: Συνομιλίες για το τέλος του εμφυλίου (http://www.inprecor.gr/index.php/archives/230987)
[38] Λούξεμπουργκ Ρ., Κοινωνική μεταρρύθμιση ή επανάσταση;, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1988, σ. 57.
[39] LEW, τόμ. 9, σ. 232-233.
[40] Γκράμσι Α: Μερικά θέματα από το πρόβλημα του Νότου, στο: Αντόνιο Γκράμσι, Πολιτικά κείμενα, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 1976, σ. 158
[41] Gramsci A., Die Eroberung des Staates, (12.07.1919) (http://marxists.org/deutsch/archiv/gramsci/1919/07/staat.html)
[42] Engels F: Brief an Paul Lafarque, 6. März 1894, MEW, τόμ. 39, σ. 216.
[43] LEW, τόμ. 25, σ. 371.
[44] Σε αυτή την ενότητα λάβαμε ιδιαίτερα υπόψη μας τις θεωρητικές αναζητήσεις και προβληματισμούς περί μεταβατικού προγράμματος από τον χώρο της μαρξιστικής-κομμουνιστικής αριστεράς, οι οποίες διεξήχθησαν τα τελευταία χρόνια στη Γερμανία και Αυστρία, καθώς και αυτές στην Ελλάδα –όσο τουλάχιστον μάς ήταν αυτό δυνατό. Οι συζητήσεις/αντιπαραθέσεις στο θέμα του μεταβατικού δρόμου προς το σοσιαλισμό συνεχίζονται με αμείωτη ένταση, και σ΄ αυτό συνέβαλε -κατά τη γνώμη μας- η σημερινή κρίση του καπιταλισμού. Από αυτό το προτσές αναζήτησης, έντονη είναι η απουσία εκείνων των τμημάτων της αριστεράς, τα οποία απορρίπτουν το πλησίασμα (ή τις μορφές πλησιάσματος) προς την επανάσταση. Είναι προφανές, ότι σ΄ αυτή τη συζήτηση λαμβάνει χώρα μια ζύμωση απόψεων/αντιλήψεων, ότι ο καθένας βάζει το λιθαράκι του, και μ΄ αυτή την έννοια, απόψεις, όπως, «εμείς διατυπώσαμε πρώτοι αυτές τις προτάσεις ή προβληματισμούς» πιστεύουμε ότι στερούνται νοήματος.
[45] LEW, τόμ. 17, σ. 23.
[46] ό. ε.
[47] LEW, τόμ. 31, σ. 154.
[48] LEW, τόμ. 35, σ. 219.
[49] ό. ε.
[50] LEW, τόμ. 31, σ. 76.
[51] Η διαλεκτική άρση αποτελεί μια κεντρική έννοια στη φιλοσοφία του Χέγκελ. Η έννοια αυτή χαρακτηρίζει τη διαδικασία υπέρβασης μιας αντίφασης, όπου διατηρούνται τα θετικά, αξιόλογα στοιχεία και συνεχίζεται παραπέρα η εξέλιξή τους σε ένα υψηλότερο επίπεδο με την ενσωμάτωση νέων στοιχείων, ενώ τα αρνητικά απορρίπτονται. Στο επίπεδο της κοινωνίας, ιδιαίτερα σημαντικός είναι ο ρόλος της ανθρώπινης δραστηριότητας. (βλ: Κ. Μαρξ: «Θέσεις για τον Φόιερμπαχ»).
Σύμφωνα με τον Χέγκελ υπάρχουν τρεις στιγμές της διαλεκτικής άρσης: α) Η αποπεράτωση, υπέρβαση μιας βαθμίδας εξέλιξης. β) Η διατήρηση των μελλοντικά κυοφορούμενων πλευρών της. γ) Η ενσωμάτωση αυτών των πλευρών σε μια υψηλότερη βαθμίδα εξέλιξης, στην οποία αυτές αποκτούν μια νέα λειτουργία.
[52] LEW, τόμ. 31, σ. 67.
[53] Luxemburg R., Gesammelte Werke, τ. ½, σ. 373, Berlin 1974.
[54] Κάποιες σκέψεις είχαμε καταθέσει ήδη σε κείμενό μας μέσα από αυτή την ιστοσελίδα. Αναλυτικότερα βλέπε: Γαβάνας Π., Η Αριστερά μπροστά στις ευθύνες της(http://www.inprecor.gr/index.php/archives/193912)
[55] Σχετικά μ΄ αυτό το ζήτημα, βλέπε επίσης το ενδιαφέρον άρθρο του Ελευθεριώτη Μ., Γιατί η κυβέρνηση του ΑΑΔ Μετώπου δεν έχει καμία σχέση με την κυβέρνηση της αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ(http://ergatikosagwnas.gr/EA/index.php/2012-02-04-20-01-31/729-2013-03-13-21-36-09)
[56] LEW, τόμ. 32, σ. 349.
[57] Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για το 19ο Συνέδριο του ΚΚΕ, Ριζοσπάστης, 09.12.2012, (http://www.rizospastis.gr/page.do?publDate=9/12/2012&id=14357&pageNo=1&direction=-1)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ και ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[1] Αναλυτικότερα για το ζήτημα της στρατηγικής και τακτικής, βλέπε: Γαβάνας Π., Στρατηγική και τακτική.(http://www.inprecor.gr/index.php/archives/223050)
[2] MEW (Marx-Engels-Werke), τόμ. 4, σ. 492.
[3] MEW, τόμ. 16, σ. 77.
[4] MEW, τόμ. 7, σ. 85.
[5] MEW, τόμ. 4, σ. 492.
[6] Λούξεμπουργκ Ρ., Κοινωνική μεταρρύθμιση ή επανάσταση;, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1988, σ. 57.
[7] ό. ε., σ. 134.
[8] LEW (Lenin-Werke), τόμ. 5, σ. 66-67.
[9] LEW, τόμ. 23, σ. 158.
[10] LEW, τόμ. 12, σ. 230.
[11] MEW, τόμ. 4, σ. 481.
[12] MEW, τόμ. 4, σ. 492.
[13] LEW, τόμ. 24, σ. 4-6.
[14] LEW, τόμ. 25, σ. 368.
[15] LEW, τόμ. 25, σ. 315.
[16] LEW, τόμ. 31, σ. 71.
[17] LEW, τόμ. 31, σ. 56.
[18] LEW, τόμ. 31, σ. 79.
[19] Lenin, W. I., Entwurf einer Resolution des IV Kongresses der Komintern zur Frage des Programms der Kommunistischen Internationale. LEW, Ergänzungsband 1917-1923, σ. 450-451.
[20] 3η Διεθνής. Τα Τέσσερα Πρώτα Συνέδρια. Θέσεις, Αποφάσεις, Μανιφέστα, εκδ. Εργατική Πάλη, Αθήνα 2007.
[21] ό. ε., σ. 396.
[22] ό. ε., σ. 397.
[23] ό. ε., σ. 397.
[24] Programm der Kommunistischen Internationale. Angenommen vom VI. Weltkongress (1.9.1928).
[25] Η Κοινωνία των Εθνών ήταν διεθνής οργανισμός (Σύνδεσμος) που ιδρύθηκε το 1919, αμέσως μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στο Παρίσι σαν αποτέλεσμα της Συνθήκης των Βερσαλλιών. Στο απόγειό του, μεταξύ 28 Σεπτεμβρίου 1934 και έως τις 23 Φεβρουαρίου 1935, είχε 58 χώρες-μέλη. Μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ο Οργανισμός των Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) θα αντικαταστήσει τον Σύνδεσμο της Κοινωνίας των Εθνών, που καταργήθηκε επίσημα το 1946, και θα κληρονομήσει μια σειρά από φορείς και οργανισμούς που ιδρύθηκαν από τον Σύνδεσμο.
[26] Σε αυτή την υποενότητα χρησιμοποιήσαμε τα ντοκουμέντα του 7ου Συνεδρίου της Κομιντέρν, τα οποία εκδόθηκαν στο σύνολό τους σε βιβλίο με τίτλο «VII. Weltkongress der Komintern, Referate undResolutionen, Frankfurt/M, 1973». Στην ελληνική γλώσσα – απ΄ όσο τουλάχιστον γνωρίζουμε- έχει εκδοθεί σε βιβλίο μόνο η εισήγηση του Γκεόργκι Δημητρώφ με τίτλο «Ο φασισμός», το οποίο μπορεί να «κατεβάσουν» οι αναγνώστες από την ηλεκτρονική βιβλιοθήκη της ιστοσελίδας «Εργατικός Αγώνας» (http://ergatikosagwnas.gr/EA/)
[27] Μάκης Μαϊλης: «Ο φασισμός είναι ιμπεριαλισμός» (http://www.rizospastis.gr/story.do?id=2905216&publDate=2005-06-19%2000:00:00.0)
[28] Είναι φανερό ότι το διαζευκτικό «ή», δηλώνει, ότι οι έννοιες «πολιτική κρίση» και «επαναστατική κρίση» είναι ταυτόσημες.
[29] Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, 1949-1968, Β΄ τόμος, Αθήνα 2012, σ. 20.
[30] Αναλυτικότερα σχετικά με την έννοια του μονοπωλίου, βλέπε: Γαβάνας Π., Μονοπώλια και καπιταλιστική κρίση. (http://www.inprecor.gr/index.php/archives/150045)
[31] Αναλυτικότερα για το ζήτημα της πολιτικής συμμαχιών, βλέπε: Γαβάνας Π., Πολιτική συμμαχιών και ενότητα δράσης. (http://www.inprecor.gr/index.php/archives/181282).
[32] Μερικά ζητήματα που αφορούν στη διεθνοποίηση του κεφαλαίου σε σχέση με το εθνικό κράτος, τα εξετάσαμε ήδη σε ξεχωριστό κείμενο. Βλέπε: Γαβάνας Π., Εθνικό κράτος και διεθνοποίηση του κεφαλαίου.(http://www.inprecor.gr/index.php/archives/111688)
[33] Συγκέντρωση της παραγωγής είναι η συγκέντρωση όλο και περισσότερων μέσων παραγωγής και εργατικής δύναμης σε μεγάλες επιχειρήσεις. Στον καπιταλισμό, η συγκέντρωση της παραγωγής πραγματοποιείται μέσα από μια πορεία σκληρού ανταγωνισμού, ανάμεσα στους καπιταλιστές, που αποσκοπεί στο κέρδος. Ο Λένιν σημείωνε, ότι η συγκέντρωση της παραγωγής σε ορισμένα στάδια ανάπτυξής της οδηγεί στα μονοπώλια.
Συγκέντρωση του κεφαλαίου είναι η αύξηση του μεγέθους του κεφαλαίου εξαιτίας της κεφαλαιοποίησης, της συσσώρευσης υπεραξίας. Η συγκέντρωση του κεφαλαίου γίνεται με την μετατροπή σε κεφάλαιο ενός μέρους της ιδιοποιημένης από τον καπιταλιστή υπεραξίας που δημιουργείται από τους μισθωτούς εργάτες.
Συγκεντροποίηση του κεφαλαίου είναι η αύξηση του μεγέθους του κεφαλαίου, που προέρχεται από τη συνένωση επιμέρους κεφαλαίων σ΄ ένα μεγαλύτερο, ή η απορρόφηση του ενός κεφαλαίου από το άλλο. Η διαδικασία αυτή σημαίνει την ανακατανομή ανάμεσα στους καπιταλιστές των ήδη συσσωρευμένων κεφαλαίων.
[34] Αξιοποίηση του κεφαλαίου σημαίνει απλά αύξηση του κεφαλαίου. Αυτή μπορεί να γίνει με δυό τρόπους: α) Το κεφάλαιο αυξάνεται κυρίως μέσω της παραγωγής (σχετικής και απόλυτης) υπεραξίας. «Η αξία που προκαταβλήθηκε αρχικά όχι μόνο διατηρείται… αλλά μέσα σ΄ αυτήν αλλάζει το μέγεθός της, προσθέτει στον εαυτό της μια υπεραξία, ή αξιοποιείται [verwertet sich]. Και αυτή η κίνηση τη μετατρέπει σε κεφάλαιο» (Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 1ος, σ.163). β) Ο δεύτερος τρόπος είναι η καλύτερη χρήση του κεφαλαίου. Συγκεκριμένα, υπάρχουν μέθοδοι με τις οποίες το κεφάλαιο μπορεί να αυξηθεί (ή να μειωθεί) όταν η υπεραξία παραμένει η ίδια (επισημαίνουμε ότι δεν πρέπει να ταυτίζεται η υπεραξία με το κέρδος, κάτι που κάνει ο Ρικάρντο δεχόμενος έτσι την κριτική του Μαρξ). Μέτρα, τα οποία μπορούν να επηρεάσουν, – με δοσμένη την υπεραξία -, το μέγεθος του κεφαλαίου, είναι όλες οι μέθοδοι οικονομικής χρήσης του κεφαλαίου, όλα τα μέτρα που αποσκοπούν στην πτώση του συνδεδεμένου με την κυκλοφορία κεφαλαίου, η επιτάχυνση και σμίκρυνση του χρόνου περιστροφής του κεφαλαίου κτλ.
[35] Αναλυτικότερα βλέπε: Γαβάνας Π., Εθνικό κράτος και διεθνοποίηση του κεφαλαίου. Ιδιαίτερα την ενότητα «Ο μύθος περί του τέλους του εθνικού κράτους». ό.ε.
[36] MEW, τόμ. 17, σ. 641.
[37] Σχετικά μ΄ αυτό το ζήτημα, βλέπε επίσης το ενδιαφέρον άρθρο του Χάρη Αλεξάνδρου: Κολομβία: Συνομιλίες για το τέλος του εμφυλίου (http://www.inprecor.gr/index.php/archives/230987)
[38] Λούξεμπουργκ Ρ., Κοινωνική μεταρρύθμιση ή επανάσταση;, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1988, σ. 57.
[39] LEW, τόμ. 9, σ. 232-233.
[40] Γκράμσι Α: Μερικά θέματα από το πρόβλημα του Νότου, στο: Αντόνιο Γκράμσι, Πολιτικά κείμενα, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 1976, σ. 158
[41] Gramsci A., Die Eroberung des Staates, (12.07.1919) (http://marxists.org/deutsch/archiv/gramsci/1919/07/staat.html)
[42] Engels F: Brief an Paul Lafarque, 6. März 1894, MEW, τόμ. 39, σ. 216.
[43] LEW, τόμ. 25, σ. 371.
[44] Σε αυτή την ενότητα λάβαμε ιδιαίτερα υπόψη μας τις θεωρητικές αναζητήσεις και προβληματισμούς περί μεταβατικού προγράμματος από τον χώρο της μαρξιστικής-κομμουνιστικής αριστεράς, οι οποίες διεξήχθησαν τα τελευταία χρόνια στη Γερμανία και Αυστρία, καθώς και αυτές στην Ελλάδα –όσο τουλάχιστον μάς ήταν αυτό δυνατό. Οι συζητήσεις/αντιπαραθέσεις στο θέμα του μεταβατικού δρόμου προς το σοσιαλισμό συνεχίζονται με αμείωτη ένταση, και σ΄ αυτό συνέβαλε -κατά τη γνώμη μας- η σημερινή κρίση του καπιταλισμού. Από αυτό το προτσές αναζήτησης, έντονη είναι η απουσία εκείνων των τμημάτων της αριστεράς, τα οποία απορρίπτουν το πλησίασμα (ή τις μορφές πλησιάσματος) προς την επανάσταση. Είναι προφανές, ότι σ΄ αυτή τη συζήτηση λαμβάνει χώρα μια ζύμωση απόψεων/αντιλήψεων, ότι ο καθένας βάζει το λιθαράκι του, και μ΄ αυτή την έννοια, απόψεις, όπως, «εμείς διατυπώσαμε πρώτοι αυτές τις προτάσεις ή προβληματισμούς» πιστεύουμε ότι στερούνται νοήματος.
[45] LEW, τόμ. 17, σ. 23.
[46] ό. ε.
[47] LEW, τόμ. 31, σ. 154.
[48] LEW, τόμ. 35, σ. 219.
[49] ό. ε.
[50] LEW, τόμ. 31, σ. 76.
[51] Η διαλεκτική άρση αποτελεί μια κεντρική έννοια στη φιλοσοφία του Χέγκελ. Η έννοια αυτή χαρακτηρίζει τη διαδικασία υπέρβασης μιας αντίφασης, όπου διατηρούνται τα θετικά, αξιόλογα στοιχεία και συνεχίζεται παραπέρα η εξέλιξή τους σε ένα υψηλότερο επίπεδο με την ενσωμάτωση νέων στοιχείων, ενώ τα αρνητικά απορρίπτονται. Στο επίπεδο της κοινωνίας, ιδιαίτερα σημαντικός είναι ο ρόλος της ανθρώπινης δραστηριότητας. (βλ: Κ. Μαρξ: «Θέσεις για τον Φόιερμπαχ»).
Σύμφωνα με τον Χέγκελ υπάρχουν τρεις στιγμές της διαλεκτικής άρσης: α) Η αποπεράτωση, υπέρβαση μιας βαθμίδας εξέλιξης. β) Η διατήρηση των μελλοντικά κυοφορούμενων πλευρών της. γ) Η ενσωμάτωση αυτών των πλευρών σε μια υψηλότερη βαθμίδα εξέλιξης, στην οποία αυτές αποκτούν μια νέα λειτουργία.
[52] LEW, τόμ. 31, σ. 67.
[53] Luxemburg R., Gesammelte Werke, τ. ½, σ. 373, Berlin 1974.
[54] Κάποιες σκέψεις είχαμε καταθέσει ήδη σε κείμενό μας μέσα από αυτή την ιστοσελίδα. Αναλυτικότερα βλέπε: Γαβάνας Π., Η Αριστερά μπροστά στις ευθύνες της(http://www.inprecor.gr/index.php/archives/193912)
[55] Σχετικά μ΄ αυτό το ζήτημα, βλέπε επίσης το ενδιαφέρον άρθρο του Ελευθεριώτη Μ., Γιατί η κυβέρνηση του ΑΑΔ Μετώπου δεν έχει καμία σχέση με την κυβέρνηση της αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ(http://ergatikosagwnas.gr/EA/index.php/2012-02-04-20-01-31/729-2013-03-13-21-36-09)
[56] LEW, τόμ. 32, σ. 349.
[57] Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για το 19ο Συνέδριο του ΚΚΕ, Ριζοσπάστης, 09.12.2012, (http://www.rizospastis.gr/page.do?publDate=9/12/2012&id=14357&pageNo=1&direction=-1)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ και ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[1] Αναλυτικότερα για το ζήτημα της στρατηγικής και τακτικής, βλέπε: Γαβάνας Π., Στρατηγική και τακτική.(http://www.inprecor.gr/index.php/archives/223050)
[2] MEW (Marx-Engels-Werke), τόμ. 4, σ. 492.
[3] MEW, τόμ. 16, σ. 77.
[4] MEW, τόμ. 7, σ. 85.
[5] MEW, τόμ. 4, σ. 492.
[6] Λούξεμπουργκ Ρ., Κοινωνική μεταρρύθμιση ή επανάσταση;, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1988, σ. 57.
[7] ό. ε., σ. 134.
[8] LEW (Lenin-Werke), τόμ. 5, σ. 66-67.
[9] LEW, τόμ. 23, σ. 158.
[10] LEW, τόμ. 12, σ. 230.
[11] MEW, τόμ. 4, σ. 481.
[12] MEW, τόμ. 4, σ. 492.
[13] LEW, τόμ. 24, σ. 4-6.
[14] LEW, τόμ. 25, σ. 368.
[15] LEW, τόμ. 25, σ. 315.
[16] LEW, τόμ. 31, σ. 71.
[17] LEW, τόμ. 31, σ. 56.
[18] LEW, τόμ. 31, σ. 79.
[19] Lenin, W. I., Entwurf einer Resolution des IV Kongresses der Komintern zur Frage des Programms der Kommunistischen Internationale. LEW, Ergänzungsband 1917-1923, σ. 450-451.
[20] 3η Διεθνής. Τα Τέσσερα Πρώτα Συνέδρια. Θέσεις, Αποφάσεις, Μανιφέστα, εκδ. Εργατική Πάλη, Αθήνα 2007.
[21] ό. ε., σ. 396.
[22] ό. ε., σ. 397.
[23] ό. ε., σ. 397.
[24] Programm der Kommunistischen Internationale. Angenommen vom VI. Weltkongress (1.9.1928).
[25] Η Κοινωνία των Εθνών ήταν διεθνής οργανισμός (Σύνδεσμος) που ιδρύθηκε το 1919, αμέσως μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στο Παρίσι σαν αποτέλεσμα της Συνθήκης των Βερσαλλιών. Στο απόγειό του, μεταξύ 28 Σεπτεμβρίου 1934 και έως τις 23 Φεβρουαρίου 1935, είχε 58 χώρες-μέλη. Μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ο Οργανισμός των Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) θα αντικαταστήσει τον Σύνδεσμο της Κοινωνίας των Εθνών, που καταργήθηκε επίσημα το 1946, και θα κληρονομήσει μια σειρά από φορείς και οργανισμούς που ιδρύθηκαν από τον Σύνδεσμο.
[26] Σε αυτή την υποενότητα χρησιμοποιήσαμε τα ντοκουμέντα του 7ου Συνεδρίου της Κομιντέρν, τα οποία εκδόθηκαν στο σύνολό τους σε βιβλίο με τίτλο «VII. Weltkongress der Komintern, Referate undResolutionen, Frankfurt/M, 1973». Στην ελληνική γλώσσα – απ΄ όσο τουλάχιστον γνωρίζουμε- έχει εκδοθεί σε βιβλίο μόνο η εισήγηση του Γκεόργκι Δημητρώφ με τίτλο «Ο φασισμός», το οποίο μπορεί να «κατεβάσουν» οι αναγνώστες από την ηλεκτρονική βιβλιοθήκη της ιστοσελίδας «Εργατικός Αγώνας» (http://ergatikosagwnas.gr/EA/)
[27] Μάκης Μαϊλης: «Ο φασισμός είναι ιμπεριαλισμός» (http://www.rizospastis.gr/story.do?id=2905216&publDate=2005-06-19%2000:00:00.0)
[28] Είναι φανερό ότι το διαζευκτικό «ή», δηλώνει, ότι οι έννοιες «πολιτική κρίση» και «επαναστατική κρίση» είναι ταυτόσημες.
[29] Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, 1949-1968, Β΄ τόμος, Αθήνα 2012, σ. 20.
[30] Αναλυτικότερα σχετικά με την έννοια του μονοπωλίου, βλέπε: Γαβάνας Π., Μονοπώλια και καπιταλιστική κρίση. (http://www.inprecor.gr/index.php/archives/150045)
[31] Αναλυτικότερα για το ζήτημα της πολιτικής συμμαχιών, βλέπε: Γαβάνας Π., Πολιτική συμμαχιών και ενότητα δράσης. (http://www.inprecor.gr/index.php/archives/181282).
[32] Μερικά ζητήματα που αφορούν στη διεθνοποίηση του κεφαλαίου σε σχέση με το εθνικό κράτος, τα εξετάσαμε ήδη σε ξεχωριστό κείμενο. Βλέπε: Γαβάνας Π., Εθνικό κράτος και διεθνοποίηση του κεφαλαίου.(http://www.inprecor.gr/index.php/archives/111688)
[33] Συγκέντρωση της παραγωγής είναι η συγκέντρωση όλο και περισσότερων μέσων παραγωγής και εργατικής δύναμης σε μεγάλες επιχειρήσεις. Στον καπιταλισμό, η συγκέντρωση της παραγωγής πραγματοποιείται μέσα από μια πορεία σκληρού ανταγωνισμού, ανάμεσα στους καπιταλιστές, που αποσκοπεί στο κέρδος. Ο Λένιν σημείωνε, ότι η συγκέντρωση της παραγωγής σε ορισμένα στάδια ανάπτυξής της οδηγεί στα μονοπώλια.
Συγκέντρωση του κεφαλαίου είναι η αύξηση του μεγέθους του κεφαλαίου εξαιτίας της κεφαλαιοποίησης, της συσσώρευσης υπεραξίας. Η συγκέντρωση του κεφαλαίου γίνεται με την μετατροπή σε κεφάλαιο ενός μέρους της ιδιοποιημένης από τον καπιταλιστή υπεραξίας που δημιουργείται από τους μισθωτούς εργάτες.
Συγκεντροποίηση του κεφαλαίου είναι η αύξηση του μεγέθους του κεφαλαίου, που προέρχεται από τη συνένωση επιμέρους κεφαλαίων σ΄ ένα μεγαλύτερο, ή η απορρόφηση του ενός κεφαλαίου από το άλλο. Η διαδικασία αυτή σημαίνει την ανακατανομή ανάμεσα στους καπιταλιστές των ήδη συσσωρευμένων κεφαλαίων.
[34] Αξιοποίηση του κεφαλαίου σημαίνει απλά αύξηση του κεφαλαίου. Αυτή μπορεί να γίνει με δυό τρόπους: α) Το κεφάλαιο αυξάνεται κυρίως μέσω της παραγωγής (σχετικής και απόλυτης) υπεραξίας. «Η αξία που προκαταβλήθηκε αρχικά όχι μόνο διατηρείται… αλλά μέσα σ΄ αυτήν αλλάζει το μέγεθός της, προσθέτει στον εαυτό της μια υπεραξία, ή αξιοποιείται [verwertet sich]. Και αυτή η κίνηση τη μετατρέπει σε κεφάλαιο» (Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 1ος, σ.163). β) Ο δεύτερος τρόπος είναι η καλύτερη χρήση του κεφαλαίου. Συγκεκριμένα, υπάρχουν μέθοδοι με τις οποίες το κεφάλαιο μπορεί να αυξηθεί (ή να μειωθεί) όταν η υπεραξία παραμένει η ίδια (επισημαίνουμε ότι δεν πρέπει να ταυτίζεται η υπεραξία με το κέρδος, κάτι που κάνει ο Ρικάρντο δεχόμενος έτσι την κριτική του Μαρξ). Μέτρα, τα οποία μπορούν να επηρεάσουν, – με δοσμένη την υπεραξία -, το μέγεθος του κεφαλαίου, είναι όλες οι μέθοδοι οικονομικής χρήσης του κεφαλαίου, όλα τα μέτρα που αποσκοπούν στην πτώση του συνδεδεμένου με την κυκλοφορία κεφαλαίου, η επιτάχυνση και σμίκρυνση του χρόνου περιστροφής του κεφαλαίου κτλ.
[35] Αναλυτικότερα βλέπε: Γαβάνας Π., Εθνικό κράτος και διεθνοποίηση του κεφαλαίου. Ιδιαίτερα την ενότητα «Ο μύθος περί του τέλους του εθνικού κράτους». ό.ε.
[36] MEW, τόμ. 17, σ. 641.
[37] Σχετικά μ΄ αυτό το ζήτημα, βλέπε επίσης το ενδιαφέρον άρθρο του Χάρη Αλεξάνδρου: Κολομβία: Συνομιλίες για το τέλος του εμφυλίου (http://www.inprecor.gr/index.php/archives/230987)
[38] Λούξεμπουργκ Ρ., Κοινωνική μεταρρύθμιση ή επανάσταση;, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1988, σ. 57.
[39] LEW, τόμ. 9, σ. 232-233.
[40] Γκράμσι Α: Μερικά θέματα από το πρόβλημα του Νότου, στο: Αντόνιο Γκράμσι, Πολιτικά κείμενα, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 1976, σ. 158
[41] Gramsci A., Die Eroberung des Staates, (12.07.1919) (http://marxists.org/deutsch/archiv/gramsci/1919/07/staat.html)
[42] Engels F: Brief an Paul Lafarque, 6. März 1894, MEW, τόμ. 39, σ. 216.
[43] LEW, τόμ. 25, σ. 371.
[44] Σε αυτή την ενότητα λάβαμε ιδιαίτερα υπόψη μας τις θεωρητικές αναζητήσεις και προβληματισμούς περί μεταβατικού προγράμματος από τον χώρο της μαρξιστικής-κομμουνιστικής αριστεράς, οι οποίες διεξήχθησαν τα τελευταία χρόνια στη Γερμανία και Αυστρία, καθώς και αυτές στην Ελλάδα –όσο τουλάχιστον μάς ήταν αυτό δυνατό. Οι συζητήσεις/αντιπαραθέσεις στο θέμα του μεταβατικού δρόμου προς το σοσιαλισμό συνεχίζονται με αμείωτη ένταση, και σ΄ αυτό συνέβαλε -κατά τη γνώμη μας- η σημερινή κρίση του καπιταλισμού. Από αυτό το προτσές αναζήτησης, έντονη είναι η απουσία εκείνων των τμημάτων της αριστεράς, τα οποία απορρίπτουν το πλησίασμα (ή τις μορφές πλησιάσματος) προς την επανάσταση. Είναι προφανές, ότι σ΄ αυτή τη συζήτηση λαμβάνει χώρα μια ζύμωση απόψεων/αντιλήψεων, ότι ο καθένας βάζει το λιθαράκι του, και μ΄ αυτή την έννοια, απόψεις, όπως, «εμείς διατυπώσαμε πρώτοι αυτές τις προτάσεις ή προβληματισμούς» πιστεύουμε ότι στερούνται νοήματος.
[45] LEW, τόμ. 17, σ. 23.
[46] ό. ε.
[47] LEW, τόμ. 31, σ. 154.
[48] LEW, τόμ. 35, σ. 219.
[49] ό. ε.
[50] LEW, τόμ. 31, σ. 76.
[51] Η διαλεκτική άρση αποτελεί μια κεντρική έννοια στη φιλοσοφία του Χέγκελ. Η έννοια αυτή χαρακτηρίζει τη διαδικασία υπέρβασης μιας αντίφασης, όπου διατηρούνται τα θετικά, αξιόλογα στοιχεία και συνεχίζεται παραπέρα η εξέλιξή τους σε ένα υψηλότερο επίπεδο με την ενσωμάτωση νέων στοιχείων, ενώ τα αρνητικά απορρίπτονται. Στο επίπεδο της κοινωνίας, ιδιαίτερα σημαντικός είναι ο ρόλος της ανθρώπινης δραστηριότητας. (βλ: Κ. Μαρξ: «Θέσεις για τον Φόιερμπαχ»).
Σύμφωνα με τον Χέγκελ υπάρχουν τρεις στιγμές της διαλεκτικής άρσης: α) Η αποπεράτωση, υπέρβαση μιας βαθμίδας εξέλιξης. β) Η διατήρηση των μελλοντικά κυοφορούμενων πλευρών της. γ) Η ενσωμάτωση αυτών των πλευρών σε μια υψηλότερη βαθμίδα εξέλιξης, στην οποία αυτές αποκτούν μια νέα λειτουργία.
[52] LEW, τόμ. 31, σ. 67.
[53] Luxemburg R., Gesammelte Werke, τ. ½, σ. 373, Berlin 1974.
[54] Κάποιες σκέψεις είχαμε καταθέσει ήδη σε κείμενό μας μέσα από αυτή την ιστοσελίδα. Αναλυτικότερα βλέπε: Γαβάνας Π., Η Αριστερά μπροστά στις ευθύνες της(http://www.inprecor.gr/index.php/archives/193912)
[55] Σχετικά μ΄ αυτό το ζήτημα, βλέπε επίσης το ενδιαφέρον άρθρο του Ελευθεριώτη Μ., Γιατί η κυβέρνηση του ΑΑΔ Μετώπου δεν έχει καμία σχέση με την κυβέρνηση της αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ(http://ergatikosagwnas.gr/EA/index.php/2012-02-04-20-01-31/729-2013-03-13-21-36-09)
[56] LEW, τόμ. 32, σ. 349.
[57] Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για το 19ο Συνέδριο του ΚΚΕ, Ριζοσπάστης, 09.12.2012, (http://www.rizospastis.gr/page.do?publDate=9/12/2012&id=14357&pageNo=1&direction=-1)
θα ήθελα να σου συστήσω το βοβλίο του Κώστα Μπατίκα «η μαρξιστική θεωρία της επαναστατικής μετάβασης στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό» και αν θέλεις δώσε μια διεύθυνση να στο στείλω