Ήθελα να γράψω για τη συγκλονιστική ταινία «Νυμφομάνιακ» του Τρίερ, που θεωρήθηκε πορνό ενώ πρόκειται για λεπταίσθητη σπουδή στα ανθρώπινα, με άκρως φιλοσοφικά κεντήματα στον καμβά της ανθρώπινης σεξουαλικότητας. Όμως ένιωθα να με κυκλώνουν πυρακτωμένες εστίες και ποταμοί αίματος, από την Ουκρανία μέχρι τη Βενεζουέλα και από την Κίνα μέχρι τη Νιγηρία, και πάτησα φρένο. Έβαλα στην άκρη τον αγαπημένο Τρίερ κι έπιασα κουβέντα με τον Μπορίς Βιάν…
Θυμήθηκα αυτόν τον σπουδαίο Γάλλο, που πέθανε νεότατος, γιατί πάντοτε με ενοχλούσε ένα ποίημά του, ο «Λιποτάκτης». Υπερασπίζεται τη λιποταξία ο Βιάν, καταγγέλλοντας τον πόλεμο. «Δεν βρίσκομαι στη γη / Για να σκοτώνω τ’ ανθρωπάκια / Δεν θέλω να θυμώσετε / Μα πρέπει να σας πω / Πως το ’χω πάρει απόφαση / Για να λιποτακτήσω», λέει σε (υποτιθέμενο) γράμμα προς τον πρόεδρο της χώρας του… Δεν υπήρξα πολεμοχαρής, αλλά η λιποταξία μ’ ενοχλεί. Ειδικά όταν ζεις σε μια μικρή χώρα με ανοιχτές πληγές και μόνιμες απειλές, η αμυντική εγρήγορση –επομένως και η καταφυγή στα όπλα– είναι αναπόφευκτη.
Πέρασαν τα χρόνια χωρίς ν’ αλλάξω γνώμη για τη λιποταξία και την υποκριτική ρητορεία ορισμένων ειρηνιστών. Αλλά ταυτόχρονα μεγάλωνε μέσα μου η οργή εναντίον του πολέμου, γινόταν μίσος και φωτιά εναντίον των σφαγέων της Υφηλίου, που εξασφαλίζουν ευημερία στους λαούς τους πουλώντας όπλα και ανοίγοντας μέτωπα σε όλες τις γωνιές του κόσμου… Την ίδια αποστροφή νιώθω για τη βία, όταν επιστρατεύεται δυναστικά εναντίον λαών και κοινωνιών που ζητούν το δίκιο τους ή εξαπολύεται για να επιβάλει το θέλημα θρησκευτικών ή πολιτικών μειοψηφιών. Βία αλόγιστη και αιματηρή, με εκατοντάδες νεκρούς κάθε μέρα στη Μέση Ανατολή, στην Αφρική, στην Ασία.
Για παράδειγμα, πώς να χωρέσει ανθρώπου νους αυτό που έγινε προσφάτως στην Κίνα; Ένα τσούρμο φανατικών Ουιγούρων, που θέλουν να αποσχιστούν από την Κίνα και να αυτονομηθούν, άρχισαν να σκοτώνουν με μαχαίρια ανύποπτο κόσμο σ’ έναν σιδηροδρομικό σταθμό. Έτσι, αδιακρίτως… Όπως γίνεται και στη Βηρυτό, στη Βαγδάτη, στις εσχατιές της Αφρικής με άλλους πρωταγωνιστές. Να περπατάς στον δρόμο, με καλοσύνες ή με σκοτούρες στο μυαλό σου, να ’χεις μπροστά σου τη ζωή –ορμητική, ανήσυχη σαν θάλασσα, με κυματισμούς ομορφιάς και ζόρικες παλίρροιες συναισθημάτων– και ξαφνικά να σβήνει ο κόσμος, επειδή κάποιος κατέβασε αυθαίρετα τον διακόπτη…
Όταν έλεγε εκείνος ο παππούς από την Έφεσο, ο Ηράκλειτος, ότι ο πόλεμος είναι ο πατέρας των πάντων, εννοούσε τη σύγκρουση των αντιθέτων που καταλήγει στη σύνθεση και όχι τη σφαγή που προκαλούν οι αδυσώπητες διενέξεις. Αλλά η ανθρωπότητα δυστυχώς έτσι πορεύεται. «Με φωτιά και με μαχαίρι πάντα ο κόσμος προχωρεί», υποταγμένος στους νόμους του αβυσσαλέου κέρδους, στη νεύρωση της κατίσχυσης και στα άνομα συμφέροντα των ολίγων. Με τα άλλοθι στην πρώτη γραμμή. Δηλαδή με την υποκρισία να σου βγάζει τη γλώσσα, όπως τώρα, στην περίπτωση της Ουκρανίας. Ξορκίζουν την επέμβαση και απειλούν οι Δυτικοί, ξεχνώντας τις ωμές επεμβάσεις στο Ιράκ και στη Συρία, στο Αφγανιστάν και στην Αφρική.
Η λιποταξία δεν είναι λύση κι ας λέει ο Μπορίς Βιάν. Ποτέ η ατομική διαφυγή δεν έφερε αποτελέσματα. Εξάλλου, οι θύτες σε περιμένουν στη γωνία, έστω κι αν εσύ «ζητιανεύεις τη ζωή σου στους δρόμους της Γαλλίας / Απ’ τη Βρετάνη ως την Προβηγκία» και ξεσηκώνεις τον κόσμο να μην πάει στον πόλεμο. Το ομολογεί ο ίδιος ο Βιάν: «Και αν με καταδιώξετε / Στους χωροφύλακες να πείτε / Πως όπλα δεν κρατώ / Και να τραβήξουν σίγουρα»…
Αλλά μιας και το ’φερε η κουβέντα, αξίζει μια μικρή αναφορά σ’ αυτόν τον «ακατάπαυστα εξεγερμένο, τον ειλικρινά αναρχικό, τον πικρό και τρυφερό» Μπορίς Βιάν. Ιδού πώς φιλοτεχνεί το πορτραίτο του ο αείμνηστος Γ.Κ. Καραβασίλης, μιλώντας γι’ αυτόν τον «λεξιθήρα τρομπετίστα», αιρετικό του υπερρεαλισμού, που «ασχολήθηκε με όλα τα είδη του λόγου και όλα τα περιφρόνησε». Ο Βιάν «εξαπάτησε την κριτική γράφοντας με το ψευδώνυμο Βέρνον Σούλλυβαν τη μεγάλη αργότερα κινηματογραφική επιτυχία “Θα πάω να φτύσω στους τάφους σας”, που όλοι τη δέχτηκαν με διθυράμβους κι όταν πληροφορήθηκαν ότι ο συγγραφέας αυτού του μυθιστορήματος είχε φοιτήσει στο κολλέγιο και στη φυλακή, ότι ήταν ο Βιάν που δεν έδινε δεκάρα για τίποτα, την κατακεραύνωσαν»…
Ο Μπορίς Βιάν είχε πρόβλημα με την καρδιά του από μικρός. Και πέθανε στα 39 χρόνια του, μέσα στο σινεμά, όταν πήγε να δει την περίφημη ταινία που είχε συνδεθεί με το όνομά του… Για την άλλη ταινία, το υπέροχο «Νυμφομάνιακ», θα τα πούμε άλλη φορά. Γιατί αυτή τη στιγμή «βλέπω» τον Βιάν να στρίβει συλλογισμένος τσιγάρο μπροστά σε μια οθόνη κατακόκκινη από αίμα και να φωνάζει απελπισμένος εναντίον του πολέμου και της βίας…
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΕΠΙΚΑΙΡΑ (Τεύχος 229)
: περιοδικό Επίκαιρα
Σχολιάστε